14 Δεκ 2011

Stephen Antonakos: Ο καλλιτέχνης που έφερε το neon


Φανταστείτε έναν καλλιτέχνη με πρωτοποριακή ματιά, στις αρχές της επαναστατικής δεκαετίας του 1960, να περπατά στους νυχτερινούς δρόμους του Μανχάταν, στο επίκεντρο της Νέας Υόρκης. Η αμφισβήτηση γενικώς και ειδικά των παραδοσιακών ιδιωμάτων της τέχνης, υπάρχει ήδη διάχυτη παντού, όπως οι φωτεινές επιγραφές με νέον (neon) – ότι πιο σύγχρονο τότε στη γλώσσα της διαφημιστικής επικοινωνίας – σκόρπιζαν τα έντονα χρώματά τους και μηνύματά τους παντού. Ξαφνικά ο καλλιτέχνης δεν έβλεπε πλέον το διαφημιστικό μήνυμα, αλλά σκεφτόταν τα δικά του μηνύματα ειπωμένα με αυτό το μέσο, με τη γλώσσα του νέον. Ακόμη και η ανάμνηση ενός ξωκλησιού, τη μοναδική που ο καλλιτέχνης είχε φέρει μαζί του από τη μακρινή πατρίδα του, κι αυτή θα την μετουσιώσει και θα την παρουσιάσει με το υλικό των επιγραφών του Μανχάταν.


Από τη στιγμή που ο καλλιτέχνης διαβάζει μια ποιητική και διαβλέπει ένα διαφορετικό μήνυμα από το κυριολεκτικό που έχουν ταχθεί τα πράγματα να εκπέμπουν, τότε έχουμε μια στιγμή πρωτοπορίας στην τέχνη. Όπως θα γράψει ο Braian O’Doherty «τέτοιες σπάνιες στιγμές θεωρούνται ιερές στο μοντερνισμό, ιδίως με τη γέννηση της αφαίρεσης, όταν ο Kandinsky είδε, ένα σούρουπο, κάτι που μετέδιδε όχι την ταυτότητά του αλλά ένα ασταθές σύμπλεγμα σχημάτων και χρωμάτων. Ο Antonakos έχει αρνηθεί σθεναρά να προσδώσει οποιαδήποτε κυριολεκτική σημασία στα έργα με νέον, θέση που τη διατήρησε μέχρι που τα ξωκλήσια του επέμειναν, ενάντια στη μεταμοντέρνα τακτική, να αναδείξουν μια πνευματική συνιστώσα».

Από το 1960 μέχρι σήμερα, ο Στήβεν Αντωνάκος (1926) παρουσιάζει έργα νέον, τα οποία έχουν άμεση σχέση με την αρχιτεκτονική (αλλά και έργα σε χαρτί) σε πάνω από 100 ατομικές και περισσότερες από 200 ομαδικές εκθέσεις στη Νέα Υόρκη όπου ζει και λειτουργεί το ατελιέ του, την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Επίσης έχει δημιουργήσει πάνω από 45 μόνιμα έργα σε δημόσιους χώρους ανά τον κόσμο.


Καθώς ο Αντωνάκος υπήρξε πρωτοπόρος στη χρήση του νέον και οι γλυπτικές συνθέσεις του βασίζονται σε αυτό το υλικό. Αν και αποτελεί σύμβολο της τεχνολογικής εξέλιξης και της σκληρότητας της μηχανοποιημένης εποχής μας, εν τούτοις μπορεί να είναι εκφραστικό και να δημιουργεί γύρω του πεδίο σκέψεων, όπως το έργο «Procession» («Πομπή»), το οποίο είναι εγκατεστημένο στο σταθμό Αμπελόκηποι του μετρό. Οι επιβάτες βρίσκονται στην καθημερινή ζωή τους μέσα σε έναν ενεργό χώρο, τον οποίο έχει διαμορφώσει η συνδιάλεξη μεταξύ αυτού και των αφηρημένων φωτεινών σχημάτων με νέον, των κυματιστών γραμμών και των γωνιών, που του προσδίδουν ζωή και εκφραστικότητα. Τέτοια ατμόσφαιρα διαμορφώνουν οι δημιουργίες του Αντωνάκου και στον χώρο των αίθουσών τέχνης, με μεγαλύτερη ένταση ίσως, καθώς αυτός έχει διαμορφωθεί ειδικά για να λειτουργούν τα έργα τέχνης. Ο ίδιος έχει πει: «Ο χώρος είναι πολύ σημαντικός για τη δουλειά μου. Τον χρησιμοποιώ όλο για να δείξω κάθε ένα έργο αυτόνομα και για να μπουν σε μια σχέση από και προς μέσα στον χώρο, καθώς τον διασχίζεις».


Σε μια από τις εκθέσεις του, το σύνθημα του καλλιτέχνη ήταν «δεν υπάρχει τίποτα πιο μυστηριώδες από την απλότητα». Και εξακολουθεί να πιστεύει σε αυτό, επιστρατεύοντας την αμεσότητα. Τίποτε πιο απλό αλλά και πιο μυστηριώδες από τα απτά αντικείμενα μέσα σε πραγματικούς χώρους. Ακόμη και ο σταυρός, σύμβολο το οποίο εμφανίζεται σε πολλά έργα του Αντωνάκου, είναι για τον ίδιο «ό,τι βλέπετε. Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο. Όλα εξαρτώνται από το πού τον βλέπετε τοποθετημένο».

Κι όμως, ειδικά στα έργα του από τη σειρά «Chapels» («Παρεκκλήσια») – τα οποία παρουσιάστηκαν πρώτη φορά το 1989 – υπάρχει μυστήριο σε αυτούς τους χώρους διαλογισμού με νέον, καθώς είναι πάντα μυστηριακή η σχέση με την ορθόδοξη πίστη. Ο Στήβεν Αντωνάκος υπογραμμίζει:« Είμαι ορθόδοξος. Δεν θα μπορούσα να κάνω τέτοια έργα αν δεν είχα θρησκευτική πίστη». Αυτό είναι το νήμα που συνδέει τον καλλιτέχνη της ελληνικής διασποράς με το μικρό χωριό της Λακωνίας, τον Άγιο Νικόλαο, τη γενέτειρά του, από την οποία έφυγε μόλις 4 ετών μαζί με την οικογένειά του για να εγκατασταθούν στη Νέα Υόρκη. Όπως έχει ο ίδιος εκμυστηρευτεί δεν θυμάται πολλά πράγματα. Το μόνο που του έχει μείνει είναι η εικόνα ενός μικρού ξωκλησιού. Αυτό είναι η βασική ανάμνησή του.
Η επιμελήτρια της αναδρομικής έκθεσης του Στήβεν Αντωνάκου στο Μουσείο Μπενάκη Κατερίνα Κοσκινά, είχε σημειώσει: «Ο Stephen Antonakos επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι μπορεί να δημιουργεί με ασήμαντα στοιχεία του σύγχρονου αστικού τοπίου μια έξω-κοσμική ατμόσφαιρα, η οποία οδηγεί το θεατή στην επανανακάλυψη του μυστικού και ιερού χαρακτήρα της τέχνης».


Ο Στήβεν Αντωνάκος επαναβεβαιώνει τη φιλοσοφία της απλότητας, σχολιάζοντας και με την ευκαιρία της έκθεσής του που λειτούργησε έως τα τέλη Οκτωβρίου στο Παλαιό Ελαιουργείο, στην παραλία της Ελευσίνας: «Το μόνο που θέλω από στη ζωή μου και στην τέχνη μου, είναι να βρω τα απλούστερα μέσα για να μιλήσω για πιο πολύπλοκα πράγματα». Και για μια ακόμη φορά δείχνει με την ίδια απλότητα ότι η πρωτοπορία δεν είναι μια μοναχική πορεία κάποιου που τρέχει μπροστά, αλλά στηρίζεται και σε αρχέγονες αξίες, όπως της συλλογικότητας: «Ο καθένας μας ζει μόνο μια φορά. Είναι σημαντικό να πιστεύεις στον εαυτό σου και να λαμβάνεις αποφάσεις και να ξέρεις ότι κανείς δε ζει μόνος του και κανείς δεν εργάζεται μόνος. Είναι σημαντικό να αφοσιωθείς στο έργο, το έργο που μόνο εσύ μπορείς να κάνεις και, όπως λέει ο Καβάφης, «κάν’το όσο μπορείς καλύτερα».

Το έργο «The Search» που εξέθεσε στην Ελευσίνα, συντίθεται από παρεμβάσεις με νέον σε περίπου τριάντα σημεία του υποβλητικού παλιού βιομηχανικού χώρου. Καθώς ο καλλιτέχνης δουλεύει επί δεκαετίες στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις, προσδοκά από τον θεατής θα αναζητήσει, θα βρει και θα βιώσει με τις δικές του εμπειρίες μερικές από τις πιο σύνθετες ιδέες που ο Αντωνάκος έχει βρει στη ζωή και την τέχνη του.

30 Οκτ 2011

Τα φαντάσματα του Γκόγια στη Θεσσαλονίκη


Σήμερα είδαμε μια συγκλονιστική έκθεση χαρακτικών του σπουδαίου Φρανσίσκο Γκόγια στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Παρουσιάζονται 211 χαλκογραφίες (ακουατίντα και στιλβωμένο βερνίκι οι περισσότερες, κάποιες με προσθήκες ακιδογραφίας και καλεμιού) από τέσσερις πλήρεις σειρές «Καπρίτσια», «Δεινά του Πολέμου», «Παροιμίες» και «Ταυρομαχίες», η οποίες ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη.


Ο Γκόγια συναντά στο Τελλόγλειο έως τις 29 Ιανουαρίου τον Μπετόβεν. Και οι δυο ήταν κουφοί, αλλά άκουγαν πολύ καλά τα μηνύματα της εποχής τους, που δυστυχώς έχουν αρχίσει να στοιχειώνουν και τη δική μας εποχή. Από τα «Καπρίτσια», μια κριτική των ηθών της κοινωνίας της εποχής - μιλάμε για δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα - εμείς έχουμε προχωρήσει πολύ πιο μπροστά, τόσο, όσο να τα βλέπουμε τόσο αθώα. Όμως νομίζαμε ότι είχαμε ηρεμήσει από τα «Δεινά του Πολέμου». Και κάπου εδώ ζουν ξανά τα φαντάσματα που ο Γκόγια χάραξε μεταξύ 1810-1820. Στη χαλκογραφία Νο 28  με τον τίτλο Populacho (Όχλος) οι στρατιώτες του Ναπολέοντα που έχουν εισβάλει στην Ισπανία σοδομίζουν έναν αντίπαλό τους. Μας θύμισε πολύ έντονα το τέλος του Μουαμάρ Καντάφι. Δεν γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τι σήμαινε το καθεστώς του πρώην ηγέτη της Λιβύης για το λαό του. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι αυτοί που σοδομίζουν με συνοπτικές διαδικασίες, υπό τα φλας των υπερσύχρονων κινητών τηλεφώνων, τον πρώην ηγέτη της χώρας τους, αποκλείεται να εγκαταστήσουν ένα δίκαιο και ανθρώπινο καθεστώς. Αυτό δεν προέκυψε ούτε μέσα από τους αλαλαγμούς γύρω από την κρεμάλα του Σαντάμ Χουσεΐν που τον αποκεφάλισε και πολύ περισσότερο δεν προέκυψε μετά τις γκιλοτίνες της πιο ελπιδοφόρας και φιλοσοφημένης Γαλλικής Επανάστασης. Αντιθέτως ενέσκυψε ο Μέγας Ναπολέων που οι στρατιώτες του επιστράτευαν απίστευτη βία για να επιβάλουν στους άλλους την ελευθερία τους.  


Τα χαρακτικά που σχολιάζουν τις θανάσιμες συνέπειες του πολέμου της Ισπανίας κατά του Βοναπάρτη δεν δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε ο Γκόγια, παρά το 1863, 35 χρόνια μετά το θάνατό του. Αν και καταγγελτικός και επαναστάτης ο ζωγράφος,υπερίσχυσε της ιδεολογικής ταυτότητάς του, η θέση του στην Αυλή του βασιλιά, που με την εισβολή των Γάλλων έγινε αβέβαιη και προβληματική. 

Όλα αυτά τα δεινά του πολέμου μπορεί να φαντάζουν ξένα και μακρινά, αλλά μια από τις επόμενες χαλκογραφίες, η Νο 42, έχει τον τίτλο «Όλα είναι μαλλιά-κουβάρια», πραγματικότητα που δεν είναι τόσο ξένη και τόσο μακρινή από τη δική μας κοινωνία, στην οποία έχει ήδη πέσει ο σπόρος της απανθρωπιάς και της βίας και δεν ξέρουμε ακόμη σε πιο ύψος θα βλαστήσει. Και το πιο άσχημο τέλος σε όλη αυτή την ιστορία, το βάζει ο ίδιος ο Γκόγια. Στην προ τελευταία χαλκογραφία της σειράς με τα «Δεινά του Πολέμου» διαπιστώνει: «Πέθανε η αλήθεια». Και στην τελευταία, τη Νο 80, αναρωτιέται: «Θα αναστηθεί ξανά;»... 

6 Οκτ 2011

Άναρχες σκέψεις (και ζωγραφιές) του Νίκου Κυριακόπουλου για τη Μεσσηνία

Κορώνη, παραλία Ζάγκα
Η Μεσσηνία μοιάζει να συνοψίζει το μεσογειακό τοπίο. Συκιές και φραγκοσυκιές ξεφυτρώνουν άναρχα παντού. Κατακόκκινα χρώματα με λιόδεντρα, ήλιος, θάλασσα. Αυλές με κλήματα, σπίτια πέτρινα και πλίθινα. Αγρότες με χαραγμένα πρόσωπα στήνουν καλύβια στη δημοσιά και πουλάνε ντομάτες, πατάτες, καρπούζια, κολοκύθια. Γουρουνοπούλες ψήνονται παντού. Κόσμος στα καφενεία. Σφέλα, λαλάγκια, λάδι και κόκορας με χυλοπίτες. Γίδια βόσκουν στα ερείπια του κάστρου της Κορώνης που τα χαλάσματά του βουτάνε στη θάλασσα. Αγροτική ζωή. Οι γυναίκες περιμένουν να πάνε για δουλειά, να μαζέψουν σύκα, ελιές... Ψάρια, χταπόδια. Η Μεσόγειος όπως την είδαν ο Corot, ο Van Gogh, ο Picasso και οι αρχαίοι...

Καλαμάκι, παραλία Σπηλιά

27 Σεπ 2011

Ο Σπύρος Αγγελόπουλος γράφει για την Ύδρα


Το μοναστήρι των γάτων

Πρέπει λοιπόν να γράψω κάτι για την Υδρα. Για τις ομορφιές της κυρίως. Αν ήμουν ταξιδιωτικός πράκτορας θα έγραφα ότι μπορεί κάποιος να χαρεί το μπάνιο του στην παραλία του Βλυχού, για παράδειγμα. Πόσο ωραία φαγητά μπορεί να φάει στο εστιατόριο της Αννίτας ή ότι μπορεί να πιει το ποτό του σε ένα από τα υπέροχα μπαράκια της («Αναλούρ», «Πειρατής», «Υδρονέτα»). Ακόμα θα έγραφα για τα θαυμάσια εικαστικά δρώμενα, όπως αυτά που φιλοξενούνται από το ίδρυμα ΔΕΣΤΕ και για το καθιερωμένο πλέον Hydra School Project. Για όλα αυτά, και για άλλα τόσα, θα μπορούσα να γράψω εάν ήμουν ταξιδιωτικός πράκτορας. Δεν είμαι όμως. Αφ' ης στιγμής όλα αυτά τα γνωρίσματα της Υδρας περνούν σε δεύτερο πλάνο. Στο πρώτο κυριαρχεί μια άλλη εικόνα της. Αυτή του νησιού με τις γάτες. Του νησιού με τις εκκλησίες. Δεν ξέρω για ποιον ακριβώς λόγο, αλλά εδώ και δέκα χρόνια που πηγαίνω στην Υδρα έχω την αίσθηση πως το νησί αυτό δεν ανήκει στους ανθρώπους του, αλλά στους γάτους του. Οι γάτοι το έχουν ανακαλύψει, οι γάτοι το έχουν χτίσει και αυτοί το χρησιμοποιούν ως έναν τεράστιο χώρο λατρείας. Απλώς μας αφήνουν να πηγαίνουμε εκεί ως τουρίστες για να θαυμάσουμε τη μεταφυσική ησυχία που επικρατεί στο τεράστιο μοναστήρι τους. Ως τέτοιος λοιπόν πρέπει να πάει κάποιος στην Υδρα. Ως ένας ευγνώμων φιλοξενούμενος. Και μερικές φορές ως αλλόκοτος προσκυνητής στον θεό κάποιου άλλου. Τότε ίσως αισθανθεί τα μάτια του να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι, τις αισθήσεις του να οξύνονται. Τότε ίσως μόνο μπορέσει να αποβάλει το προφίλ του και να ζήσει στο τώρα. Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο λόγο για να επισκεφτεί ένας άνθρωπος την Υδρα. Ή αλλιώς το μοναστήρι των γάτων.


Ο Σπύρος Αγγελόπουλος είναι ζωγράφος και το κείμενό του δημοσιεύτηκε στα «Ταξίδια» του «Βήματος» την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου μαζί με τα ανάγλυφα που φιλοτέχνησε εφέτος το καλοκαίρι στην Ύδρα.

8 Σεπ 2011

Ο Αλέκος Κυραρίνης γράφει για τη λαϊκή τέχνη στην Τήνο

Ο τήνιος λαϊκός τεχνίτης ανέκαθεν, κυριότερα όμως τον 18ο και 19ο αιώνα, ανέπτυξε την ειδική εκείνη αρετή της έκφρασης και της καλλιτεχνίας. Είναι άλλο πράγμα η τέχνη και άλλο η καλλιτεχνία. Η τέχνη έχει ως μέγιστο σκοπό την ευγενή λεπτότητα και το κύρος τής μεγαλουργίας, ενώ η καλλιτεχνία την πρακτική και ρέουσα λατρεία της ευγενικής μνήμης. Κατακλυσμένος ο δημιουργός των λαϊκών έργων από τον μύθο και ευαίσθητος προς τη φύση της Τήνου, η οποία θεολογεί σε κάθε της λεπτομέρεια, «μουρμούρισε» με τα φαντάσματα των μεγάλων δημιουργών της αρχαιότητας και τις Αγιότητες της χριστιανικής του παράδοσης.

Μία τηνιακή γιαγιά πριν από χρόνια μου είπε ότι στον «αέρα της Τήνου έχει ερωτόσκονη». Εγώ τώρα θα έλεγα ότι έχει το αυθεντικό και γενναίο υλικό της δημιουργικής μελαγχολίας. Τεχνικές αναλύσεις των έργων τόσων αιώνων νομίζω ωχριούν μπροστά στο απλούστατο συμπέρασμα ότι η δημιουργία σε αυτόν τον τόπο υπήρξε μια συγκυρία μοναδική σε γοητεία και ευρύτητα. Σίγουρα και οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες ευνόησαν (Ενετοκρατία, εμπόριο, κ.ά.) όμως οι βαθύτεροι λόγοι νομίζω ότι είναι εσωτερικότεροι της ιστορικής προφάνειας, έγκεινται στην παράδοση και τη διδαχή μιας λατρείας ιλιγγιώδους προς τη φύση και τον Θεό. Η λαϊκή τέχνη μεταχειρίζεται τα μοτίβο και τη λιτή αίσθηση των μορφών σε λίγες γραμμές μιας πάντα αποκαθηλωτικής ευκρίνειας προς το νόημα του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω μιας παράδοσης της συνειδήσεως των ορίων του ορατού και αόρατου κόσμου.


O Αλέκος Κυραρίνης είναι ζωγράφος

16 Αυγ 2011

«Σημειώσεις Αιγίνης» του Πάβλου Χαμπίδη



Δεν μπόρεσα να δω την έκθεση με τα σχέδια της Αίγινας του Πάβλου Χαμπίδη, που έγινε από 4 έως 14 Αυγούστου στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο του νησιού. Μπορώ να την φανταστώ όμως γιατί έχω δει και ξέρω πως δουλεύει ο Πάβλος τα ταξιδιωτικά «σημειωματάριά» του. Το «σημειωματάριο» έχει μόνο την έννοια της γρήγορης υφαρπαγής των εικόνων με ασαφή ίχνη μελάνης και ελάχιστης ακουαρέλας, που όμως δίνουν ένα πολύ σαφές σκίτσο του πνεύματος του τόπου. Κι οι σημειώσεις του είναι μια ολοκληρωμένη ματιά πάνω στον τόπο, τον υλικό και τον άυλο, το τοπίο και την ψυχή του. Έτσι έκανε στα «σημειωματάριά» του για την Αθήνα, τις Βρυξέλλες, την Κωνσταντινούπολη, την Πρέβεζα, έτσι, φαντάζομαι, ότι θα έκανε και στην Αίγινα. Δεν θα μπορούσε να περάσει, μόλις αποβιβάστηκε από το καράβι, μπροστά από το νεοκλασικό σπίτι στο χρώμα της ώχρας ή τα πλωτά μανάβικα, χωρίς να καθίσει απέναντί τους και να απλώσει τα λιτά συνέργά του και να αρχίσει να αποτυπώνει τη ματιά του πάνω τους. Το ίδιο φαντάζομαι ότι έκανε για για την κλειστή αγορά της πολιτείας, το ζαχαροπλαστείο όπου σύχναζε ο Γιάννης Μόραλης, τον περίφημο ναό της Αφαίας, την Παλιόχωρα, την Παχειά Ράχη. Η επιμελήτρια της έκθεσης Ίριδα Κρητικού, γράφει ότι όλα αυτά «ενσωματώνονται αρμονικά στη λιτή αλλά πανοραμική του εικονοποιητική αφήγηση». Αυτά μπορώ να τα φανταστώ, όμως δεν είναι αυτά - αν και είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά - που κάνουν πανοραμική την αφήγηση του Πάβλου. Η ματιά του σταματά και στα μικρά του μικρόκοσμου που περιεργάζεται και την κάνουν πραγματικά πανοραμική. Στις λεπτομέρειες που αγγίζουν την ψυχή του τόπου. Δεν μπορώ να φανταστώ πού ο Πάβλος βρήκε αυτή τη φορά τα πιο μικρά κομμάτα της ψυχής της Αίγινας. Από αυτή την άποψη έχασα το «μυστικό» της έκθεσης, το πιο ενδιαφέρον, νομίζω, κομμάτι της... 


23 Ιουν 2011

Πανηγύρια και πανηγυράκια του Απόστολου Χαντζαρά στη Νάξο


Πανηγύρι χρωμάτων και αισθημάτων
Η Νάξος έχει ενδοχώρα, εσωτερικό κόσμο, ο οποίος μπορεί να κρύψει έναν ολάκερο άλλον κόσμο. Γι αυτό στο Κορφί τ’ Αρωνιού, το μυστήριο συμπλέκεται με τον ορθό λόγο σε έναν φανταστικό χορό. Κι όπου μπλέκουν η φαντασία με την πραγματικότητα, τον πρώτο λόγο έχει ο θρύλος και μετά ο χρωστήρας του ζωγράφου. Ο Απόστολος Χαντζαράς, ζωγράφος με όλο το είναι του, έπιασε το μήνυμα κρυφοκοίταξε την κρύπτη της Νάξου, την πάλλουσα ψυχή των χωρών του Αρχιπελάγους. Ψυχανεμιζόταν ότι κάτι παράξενο συμβαίνει, ότι γινόμαστε κοινωνοί ενός μυστηρίου χωρίς να το συνειδητοποιούμε καλά-καλά. Και σε αυτή τη φάση της ζωγραφικής του είδε καταγεγραμμένο στα χρωμοσώματα του Αιγαίου, τη γιορτή στη χάρη θεών, ηρώων και αγίων και το πανηγύρι, το ξέσπασμα ψυχής των ανθρώπων που μεγαλώνουν με χαρές, καημούς, μεράκια και νοσταλγία, κάτι σαν τη θεϊκή αίσθηση της χαρμολύπης βαπτισμένη στο κιτρόρακο.


Δεν έχει νόημα να σκορπίζεσαι για να εξηγήσεις τα ανεξήγητα, αφού όσο το προσπαθείς, τόσο αυτά περιπλέκονται. Δεν κοιτάζεις τα δρώμενα αμήχανα όπως οι ξένοι επισκέπτες που αναρωτιούνται «τι θέλουν να πουν αυτοί;» Αρπάζεις την άκρη του χορού όπου κι αν βρίσκεσαι, στα πανηγύρια της Παναγίας στο Φιλότι της Νάξου, στην Όλυμπο της Καρπάθου, στην Πέρα Παναγία της Κάσου, στην Πορταΐτισσα στην Αστυπάλαια, στην Παναγία του Χάρου στους Λειψούς, και την άκρη της ιστορίας…


Μόλις γεννήθηκε, εδώ λένε, ο Διόνυσος, άρχισαν να χορεύουν ξέφρενα όλα του νησιού τα ξωτικά. Αν όντως είναι έτσι, και γιατί να μην είναι, τότε η Νάξος είναι η πατρίδα του γλεντιού και του πανηγυριού. Είναι λοιπόν ευχής έργο που ο Απόστολος Χαντζαράς δείχνει πρώτα εδώ τα πανηγύρια και τα πανηγυράκια του. Γιατί όλα εκείνα τα ξωτικά, οι σάτυροι, οι κένταυροι, οι βουκόλοι, οι αυλητές, οι μούσες, οι νύμφες, οι νεράιδες – ο ίδιος ο συνοδός του Διονύσου, ο τραγοπόδαρος Πάνας – συνεχίζουν να χορεύουν αντικριστά μέσα στη νοσταλγία για τα χρόνια της αθωότητας. Κι ο ζωγράφος καταγράφει το χορό τους με έντονα χρώματα, ευθέως ανάλογα με την ένταση των συναισθημάτων που διαχέουν τα βουβά, μάλλον, ξωτικά. Ούτως ή άλλως αυτό είναι το πανηγύρι. Μια συλλογική βουή, ένα ατομικό ξέσπασμα ψυχής, έκρηξη χρωμάτων και αισθημάτων, με νόημα. ..


Παίρνουμε λοιπόν το σφαχτό στους ώμους και τη λύρα ή το βιολί στο χέρι και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε για την αυλή της εκκλησιάς. Το τομάρι του σφαχτού της θυσίας, θα το κάνουμε μετά τσαμπούνα. Κάπως έτσι αρχίζει η ιεροτελεστία του πανηγυριού, μια μοντέρνα θυσία, μια τελετή μύησης στα μυστήρια της κοινότητας. Καλώς βρεθήκαμε στον ζωτικό χώρο μας, «να σ΄έβρω». Πάει να πει πίνω εγώ τώρα αλλά είσαι υποχρεωμένος να πιεις κι εσύ μετά. Και σηκώνουμε το ποτήρι μας, παλιότερα το κοινό γυάλινο ποτήρι μας που πηγαινοερχόταν στα χείλη, για το χατίρι της παρέας, γιατί ανήκουμε, είμαστε μια ομάδα που τώρα όλοι πίνουμε, όλοι συμμετέχουμε: «άδειασέ μας το ποτήρι και δεν κάνουμε χατίρι» τραγουδούν στην Κάρπαθο, εκεί που αυτή η δήλωση συμμετοχής στα κοινά παίρνει έναν μοναδικά τελετουργικό χαρακτήρα. Η λύρα, η τσαμπούνα και το χειροκρότημα της παρέας παίζουν την «κούπα την μονεμβασιά», και οι προεξάρχοντες του γλεντιού, οι μερακλήδες, προτρέπουν έναν-έναν ονομαστικά να ανεβάσει την κούπα στα επουράνια, για ζωή, να την κατεβάσει στα καταχθόνια, για θάνατο, και στο τέλος να την αδειάσει για να βρει η κορφή τον πάτο…


Μ’ αυτά και μ’ αυτά σηκώνονται οι χορευτές από τον πάγκο τους και μπαίνουν στη μέση της ομήγυρης, σαν φιγούρες που μόλις αποκολλήθηκαν από τις καμπύλες ενός αρχαίου, μελανόμορφου ή ερυθρόμορφου αμφορέα. Όπως ακριβώς οι χορευτές σηκώνουν τα χέρια κινούμενοι σε έναν πανάρχαιο πυρρίχιο, έτσι πελεκούν και το μάρμαρο για να φτιάξουν προς τιμή του θεού της μουσικής Απόλλωνα, γιγάντιους κούρους ξαπλωμένους ανάμεσα στα ξερά χορτάρια ή την λεπτή Αφροδίτη της Μήλου. Ζουν δηλαδή ανάμεσα σε σύμβολα και ψηφία των μινωικών γραφών, παρόμοια με αυτά που οι ίδιοι χαράζουν με ασβέστη πάνω στο τσιμέντο ή στον βράχο, όταν έχουν γιορτές και πανηγύρια.


Το χάραγμα, από τις ζωγραφιές στους τοίχους των σπηλαίων μέχρι τις πλάκες με τα βραχογραφήματα που έχουν βρεθεί και στη Νάξο, είναι μια αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου. Έτσι, τα έργα του Απόστολου Χαντζαρά αρχίζουν από την «άγρια» χαρακτική και πηγαίνουν σε μια επίσης αρχέγονη έκφραση, τον χορό. Οι φιγούρες του χορεύουν και πάνε, αλλά που πάνε; Όταν κρατάς στα υψωμένα χέρια σου την άκρη του νήματος, εύκολα μπορείς να τυλίγεις και να ξετυλίγεις το κουβάρι του χρόνου χωρίς να χαθείς. Αρκεί, όπως ο τραγουδοποιός λέγει, να μας έχει ο Θεός , πάντα γερούς, εμάς και τον δεσμό μας, γι να ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε…


Νικόλας Γ. Μαστροπαύλος

Πολιτισμολόγος

Το κείμενο δημοσιεύεται στον κατάλογο της έκθεσης του Απόστολου Χαντζαρά, η οποία θα εγκαινιαστεί στις 11 Αυγούστου στην Fish & Olive gallery στο Χαλκί της Νάξου.

22 Ιουν 2011

Η «Νύχτα» του Δημήτρη Σεβαστάκη


Πρόσωπα, συνομιλίες, μικρές γραφές, παραστάσεις, νύχτες, σημάδια μιας αχανούς, προσωπικής πόλης. Πέντε χρόνια μετά τα «Κτισμένα Σχόλια…» που παρουσιάστηκαν στο Μουσείο Μπενάκη, ο ζωγράφος Δημήτρης Α. Σεβαστάκης, εκθέτει τις δυσκολίες και τις αβεβαιότητές του, τα νεύματα ενός παρατεταμένου προσωπικού ερωτήματος. Η ζωγραφική ως γλώσσα και η γενιά του ως βιωματική επικράτεια , κτίζουν και σβήνουν τις ζωγραφιές. Στην αίθουσα Τέχνης William James παρουσιάζονται αστικά και φυσικά τοπία , φιγούρες και ίχνη. Ακρυλικά, λάδια και ακουαρέλλες συνθέτουν το ημερολόγιο των αποσπασμάτων.

Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης γεννήθηκε το 1960. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ με δασκάλους τους Μόραλη, Μυταρά, Αρβανίτη, Κούκο. Έχει κάνει έντεκα ατομικές εκθέσεις σε γκαλερί και μουσεία του Αθηναϊκού κέντρου κυρίως και έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Με το έργο του έχουν ασχοληθεί έγκριτοι θεωρητικοί της τέχνης και αισθητικής. Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 2000 διδάσκει Ζωγραφική και Εννοιολογικές Προσεγγίσεις Σχεδιαστικών Προβλημάτων στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Κείμενά του για την τέχνη και την πολιτική δημοσιεύονται σε Αθηναϊκές εφημερίδες (Ελευθεροτυπία, Αυγή, Καθημερινή, Δρόμος κ.α.) και σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους τέχνης και θεωρίας. Συμμετέχει σε επιστημονικές ομάδες, σε συνέδρια και πολιτιστικές δράσεις με επίκεντρο προβλήματα της σύγχρονης πολιτικής και πολιτιστικής σκηνής.


Info:
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 10 Ιουλίου,
Αίθουσα Τέχνης William James, Υμηττού 64 Χολαργός, τηλ. 210 6534326, www. wjames.gr

30 Μαΐ 2011

Τρώγοντας... έργα τέχνης

Μίλτος Παντελιάς, «Πίκλες»
Το μεγάλο φαγοπότι των καλλιτεχνών αρχίζει την Τετάρτη 8 Ιουνίου, στις 20:00, στην γκαλερί Art Prisma στον Πειραιά.Εκεί εγκαινιάζεται η έκθεση «ΕΑΤ ΙΤ»

Ποιός δεν άκουσε ποτέ να λέγεται ότι η μαγειρική είναι και αυτή μιά Τέχνη; Αναμφίβολα εάν η μαγειρική είναι ένα πεδίο όπου η προσωπικότητα του καθενός μπορεί να εκφραστεί δημιουργικά, τότε αργά ή γρήγορα ξεπερνάει το βασικό της ρόλο «τρέφομαι για να ζήσω», για να φλερτάρει με πιo εκλεπτυσμένες έννοιες όπως της αναζήτησης ιδιαιτέρων συστατικών, της μαεστρίας στην εκτέλεσητης αλχημείας τους ή στην αισθητική του πιάτου.

Ειρήνη Γκόνου, «Καρύδι»
Οι ξεχωριστοί μάγειρες λοιπόν, από την κουζίνα εισβάλλουν ξαφνικά στα σαλόνια, όπου δικαίως απολαμβάνουν τις τιμές ενός Gauguin, ο οποίος δήλωνε ταπεινά: «Η μαγειρική προϋποθέτει ένα ελαφρύ κεφάλι, μια γενναιόδωρη ψυχή και μια φαρδιά καρδιά».

Σπύρος Αγγελόπουλος, «Golden Noodles»
Τι γίνεται όμως όταν οι καλλιτέχνες εισβάλλουν στο πεδίο των σεφ για να χρησιμοποιήσουν τα υλικά τους και να επεκτείνουν ακόμη περισσότερο τις πολλαπλές εκφραστικές δυνατότητές τους; Ποιός νικάει; Το συλλεκτικό έργο τέχνης εμπευσμένο από το φαγητό ή το ίδιο το πιάτο που αν και εφήμερο συνδυάζει τη δύναμη της γεύσης και της όρασης;

Nicholas Moore
Ανδρέας Πατράκης, «Κέικ»
Η αίθουσα Τέχνης Art Prisma λοιπόν, κάλεσε τους: Ρένα Αβαγιανού, Σπύρο Αγγελόπουλο, Μανώλη Αναστασάκο, Σάββα Γεωργιάδη, Ειρήνη Γκόνου, Έλυα Ηλιάδη, Αντιγόνη Καββαθά, Θεόφιλο Κατσιπάνο, Nicholas Moore, Λουίζα Μίσσιου, Δαυίδ Μπενφοράδο, Ανδρέα Πατράκη, Νίκο Μαστροπαύλο, Μίλτο Παντελιά, Παναγιώτη Πασάντα, Φάνη Παρασκευουδάκη και Κωνσταντίνο Σταματίου να συμμετάσχουν σ’ αυτό το παιχνίδι-στοίχημα: «Tο έργο μου τρώγεται; Το πιάτο μου βλέπεται»; Στα εγκαίνια της πρωτότυπης αυτής έκθεσης, το κοινό θα μπορεί να κρίνει και με τα μάτια και με το στόμα δοκιμάζοντας τα φαγητά που έχουν αποδώσει καλλιτεχνικά οι δημιουργοί.

Ρένα Αβαγιανού
Την έκθεση, η οποία θα διαρκέσει έως τις  9 Ιουλίου, επιμελείται η Μαρίνα Κανακάκη, Ιστορικός Τέχνης - Μουσειολόγος. Το βράδυ των εγκαινίων οι επισκέπτες της έκθεσης θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν εκτός από την καλλιτεχνική απόδωση των φαγητών και τα ίδια τα πραγματικά φαγητά που φρόντισαν να φέρουν οι καλλιτέχνες.

Art Prisma, Κουντουριώτου 187, Πασαλιμάνι, Πειραιάς, τηλ. 210 4296790.

Νικόλας Μαστροπαύλος, «Χορός της σιτάκας»

27 Μαΐ 2011

Μια Ευχή (για την Ελένη Γλύνη)

Κρυμμένη, βρίσκεις το Φως στην ωραία σου ατμόσφαιρα… μαγνητική…  Αποτραβηγμένη από τους παρακμιακούς ορίζοντες της πρωτεύουσας σήμερα, ανασυνθέτεις την πιθανή γαλήνη σου Εκεί. Τηνιακή...

Ο ταραγμένος αέρας του νησιού σου σηκώνει όρθιες τις βαθιές ρίζες της ψυχής σου που δεν φοβάται πια ν' αγγίζει ότι σε απασχολούσε από την πρώτη μέρα, την πρώτη πινελιά, στο πρώτο "εργαστήρι της Φαντασίας και του Μυαλού" σου. Μεταφυσική…

Ναι, Λένα, πολύτιμη και σπάνια παρουσία, υπήρξε και στα πρώτα σου έργα, -τόσο διαφορετικά από τα τωρινά- αυτή η ουσιαστική πνευματικότητα που έκανε ένα τοπίο της Τήνου να "ακούγεται" σαν λιτή και ισχυρή προφητεία, με φωνή υπόκωφη και παραδόξως υπερευαίσθητη… Συγκλονιστική …

Σήμερα λοιπόν, κορίτσι δισταχτικό και δυνατό συνάμα, ανασηκώνεις τα αόρατα σακίδια μας, γεμάτα με βαρίδια, με πέτρες, με πίκρες, με το ένα, με το άλλο, στο ύψος του ψυχισμού σου. Απορροφητική, συνγκινητική…

Είδες τον Giotto και ερωτεύτηκες… Πέτυχες ανώνυμα πρόσωπα σε φωτογραφίες επικαιρότητας και πάλι ερωτεύτηκες… Συνέθεσες τον έναν Έρωτα με τον άλλον και γέννησες αυτές τις αλλόκοτες εικόνες… Αυτές τις "μάχες" ανάμεσα στους κύκλους… Αυτές τις ταλαιπωρημένες φιγούρες, βασανισμένες από τον πόλεμο ή από την φυσική καταστροφή, αυτούς τους σπασμένους ανθρώπους τοποθετημένους τώρα χάρη σ'εσένα και στην φίλη σου την Γεωμετρία, σ'ένα πεδίο με σημεία αναφοράς. Ο Πόνος εδώ συνομιλεί με την Λογική. Το Χάος "τοποθετείται" στον Χώρο. Σ'ένα πλαίσιο υπολογισμένο που τελικά ανακουφίζει… Μια περιοχή ιδιαίτερη όπου ο ορθολογισμός γιατρεύει το πάθημα. Λυτρωτική...

Και πιο μετά, έρχεται το μαύρο χρώμα. Το απόλυτο φως για σένα. Οι φιγούρες σου στέκονται στη μέση του. Σαν Αγιοι. Φιγούρες που ακτινοβολούν μέσα στη σκοτεινή λάμψη… Ναι Λενάκι, το φως στο σκοτάδι φαίνεται καλύτερα… Γι' αυτό ίσως όσοι προσεύχονται χώνονται στη Νύχτα… Και όπως όταν πετυχαίνουν Κομήτη κάνουν μια ευχή, όταν συναντιούνται μ' ένα έργο σου κάνουν μια ευχή…


Μαρίνα Κανακάκη

Ιστορικός Τέχνης - Μουσειολόγος


Η έκθεση της Ελένης Γλύνη εγκαινιάζεται στις 2 Ιουνίου στον Τεχνοχώρο (Λεμπέση 4, απέναντι από το Μουσείο της Ακρόπολης) και θα διαρκέσει έως τις 2 Ιουλίου.

Η ίδια η ζωγράφος λέει για τη δουλειά της: «Η δουλειά που παρουσιάζω βασίζεται σε ανθρώπινες μορφές τις οποίες συγκέντρωσα από φωτογραφικά ντοκουμέντα της επικαιρότητας. Αυτές τοποθετούνται σε ένα γεωμετρικό χώρο δομημένο από την επανάληψη του κύκλου, ο οποίος βασίστηκε στο μοτίβο του φόντου από το έργο του Giotto «Η επικύρωση του κανόνα». Στις φιγούρες που επιλέγω δίνω το ρόλο του μαχόμενου. Οδηγημένη από αυτή την διαδικασία, στα τελευταία έργα αποδομώ το μοτίβο του χώρου και η ανθρώπινη μορφή λαμβάνει την «λυτρωτική» της θέση, στο κέντρο ενός και μόνο κύκλου».


21 Μαΐ 2011

Κώστας Παπανικολάου: «Ταξίδι από την Καισαριανή στον Πόρο»

Ολα είναι ταξίδι

Ο Κώστας Παπανικολάου (γεν. 1959), από τους σημαντικότερους ζωγράφους της γενιάς του, ταξιδεύει πολύ συχνά για τον Γαλατά και από εκεί έχει όλη την άνεση να παρακολουθεί αυτόν τον απίθανο δίαυλο επικοινωνίας που ανοίγουν η πελοποννησιακή ακτή και ο Πόρος απέναντι. Αυτός ο δίαυλος είναι το παν για τη φυσιογνωμία του Πόρου, για τη φευγάτη ιδεολογία του. «Πανιά στο φύσημα του αγέρα / ο νους δεν κράτησε άλλο από τη μέρα» στοχαζόταν ο Γιώργος Σεφέρης για να αποσυμπιεσθεί από τις τραγικές μνήμες του πρόσφατου τότε παγκόσμιου πόλεμου, παρατηρώντας από μια βάρκα στη μέση του δίαυλου το σκαρί της Κίχλης να παραδίδει το πνεύμα στην επιμονή της θάλασσας.


Πόρος θα πει πέρασμα, κι ο από τη φύση του μποέμ Χένρι Μίλερ θα γράψει: «Αφήστε με να αιωρούμαι σαν καλοσυνάτο πνεύμα πάνω από τις στέγες του Πόρου (…) Μπορώ να διακρίνω ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή μέσα από τον λαιμό αυτού του μπουκαλιού, καθώς ψάχνω για είσοδο σ’ αυτόν τον κόσμο του φωτός και της ομορφιάς».



Ο Κώστας Παπανικολάου έχει βρει τη δική του είσοδο, και το ημερολόγιο της έρευνάς του εκθέτει στην γκαλερί «Citrone», στην προκυμαία του Πόρου, έως τις 15 Ιουνίου. Οι πίνακες ζωγραφικής είναι «μια σκέψη με σειρά» πάνω στο ταξίδι και στη φυγή από τη στιγμή που θα βγει από την πόρτα του σπιτιού του στην Καισαριανή, μέχρι να φτάσει στο παρατηρητήριο του κόσμου του, στην καθημερινότητα και στα όνειρά του, σε έναν λόφο του Γαλατά. Γιατί για τον ζωγράφο, όλα είναι ταξίδι και μάλιστα ρυθμικό ταξίδι, κάτι σαν μουσική τζαζ…

Μαίανδροι στον Σαρωνικό

Το ταξίδι στον Σαρωνικό, αν και σύντομο, είναι ιδιαίτερο. Ισως γιατί, αν θέλεις, μπορεί να μην είναι τόσο μοναχικό όσο καταμεσής στο Αιγαίο. Αν έχεις διάθεση, μπορείς να δώσεις σημασία στα πολλά ερεθίσματα που δέχεσαι. Κι ο Κώστας Παπανικολάου ταξιδεύει με «νωχελικά» πλοία «ανοιχτού τύπου» και δίνει και δεν δίνει σημασία στις προκλήσεις γύρω του. Κοιτάζει προς τα έξω, αλλά και προς τα μέσα. Αυτό το ταξίδι, το έχει αποτυπώσει σε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς πίνακες της ενότητας που εκτίθενται στον Πόρο. Η θάλασσα με το κατάστρωμα του πλοίου δημιουργούν έναν μαίανδρο που κοιτάζει πότε προς τα μέσα και πότε προς τα έξω. «Αυτό ήθελα να κάνω» σχολιάζει ο ζωγράφος, «να δοκιμάσω μια πιρουέτα, με όλους τους κινδύνους να σπάσεις κανένα πόδι ή και το κεφάλι σου. Εκανα πολλά σχέδια ταξιδεύοντας, για να κουμαντάρω ένα αρχαίο ιδεόγραμμα που για μένα μοιάζει με το ταξίδι που είναι μέσα και έξω. Φεύγεις, αλλά συγκεντρώνεσαι και πάρα πολύ ταξιδεύοντας»…

Η μουσική της Μεσογείου

Στη βεράντα της ταβέρνας «Φωτεινή» στην Αλυκή (2 χλμ. από τον Γαλατά προς το Λεμονοδάσος), με θέα το στενό και τις απέναντι ακτές του Πόρου, ο Κώστας Παπανικολάου λέει ότι είναι κάποια πράγματα που, ενώ τα έχεις συνεχώς δίπλα σου, ξαφνικά συνειδητοποιείς την αξία τους. Και αρχίζει να διηγείται ένα όνειρό του: «Είδα σαν μια μυστική εικόνα στον ύπνο μου έναν λόφο καλοκαιρινό, με τις ελιές στη σειρά, με συκιές και ξερά αγριοάγκαθα, την ώρα που το φως γίνεται σχεδόν κόκκινο. Οι σιλουέτες της ελιάς και της συκιάς ήταν σαν νότες πάνω στο πεντάγραμμο των σειρών των δένδρων». Ξύπνησε και άρχισε να ζωγραφίζει την εικόνα που είδε στ' όνειρό του. Η «μεταφυσική» διάσταση του έργου έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν συνειδητοποίησε ότι ο λόφος με τις ελιές είναι αυτός που κλείνει την πολυσύχναστη παραλία της Αλυκής, δίπλα του. Ονόμασε το έργο, το οποίο υπάρχει στην έκθεση, χαϊδευτικά «Φούγκα» και πράγματι είναι μια δυνατή μουσική της Μεσογείου, όπως αυτή ηχεί εδώ στην ακτή του Γαλατά με τους λόγους και ό,τι έχει μείνει από το Λεμονοδάσος.

Σπίτια του Πόρου

Σε αυτό το έργο το φως είναι χαρακτηριστικά καθαρό. Οπως λέει ο ομότεχνος του ζωγράφου Τάσος Μαντζαβίνος, ο Παπανικολάου έχει απενοχοποιήσει το ελληνικό φως από το φολκλόρ και γι' αυτό κόβει σαν ξυράφι. Στα τοπία του υπάρχει η αλήθεια και είναι ωραία, όσο όμορφη είναι η αλήθεια. Τα θέματά του υπάρχουν και στις τουριστικές καρτ ποστάλ και στα «κορνιζάδικα», όπως λέει ο ίδιος. «Δεν κάνω τον αισθηματία, δεν πουλάω αίσθημα. Το σημαντικό για μένα είναι το θέμα να έχει ζωγραφική όπως την καταλαβαίνω εγώ, να βγαίνουν τα χρώματα». Γι' αυτό μιλούν τα ίδια τα έργα του. «Γιατί, αν μπορείς να περιγράψεις ένα έργο με λόγια χωρίς να το ζωγραφίσεις, τότε το έργο αυτό είναι σίγουρα αποτυχημένο»…

12 Μαΐ 2011

Κώστας Σιαφάκας, παράθυρο σε Αθήνα και Κύθνο



«Η ζωγραφική είναι ένα παράθυρο που εμμένει στη δική του θέα» λέει ο Κώστας Σιαφάκας (γεν. 1975), από τα ανερχόμενα με ιδιαίτερη δυναμική πρόσωπα στην εικαστική σκηνή. Στη νέα ατομική έκθεσή του, η οποία εγκαινιάζεται σήμερα Πέμπτη 12 Μαΐου, στις 20:00, στον Χώρο Τέχνης «24», ο ζωγράφος ανοίγει τα «παράθυρα» του προς την Αθήνα και την Κύθνο. Οι εικόνες που βλέπουμε από το «παράθυρο» μοιάζουν στατικές, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι. Στην πραγματικότητα είναι ζωντανές και μπορείς να τις απολαύσεις με πολλούς τρόπους. Ο ίδιος ο ζωγράφος γράφει στον κατάλογο της έκθεσης:

«Τα έργα που απαρτίζουν την παρούσα έκθεση είναι καρπός από την εργασία της τελευταίας τετραετίας. Είναι ζωγραφισμένα κυρίως στην Κύθνο και στην Αθήνα, σε χώρους, σε τοπία, αλλά και σε συνθήκες ζωής, που γνώριζα ότι σύντομα θα εγκατέλειπα. Η επίγνωση αυτή προσέδωσε στη δουλειά έναν επιπλέον χαρακτήρα, ο οποίος συνόδεψε τις πάγιες επιδιώξεις μου: συνειδητά ή ασυνείδητα η όρασή μου απέκτησε την ιδιότητα μιας προκαταβολικής νοσταλγίας. Η ζωγραφική στάθηκε ο πιο ισχυρός τρόπος να καταγράψω τις όψεις και την ατμόσφαιρα της καθημερινότητας δημιουργώντας ένα άλλο ημερολόγιο, που παραμένει πιστό στη σιωπή.»

Η έκθεση του Κώστα Σιαφάκα θα διαρκέσει έως τις 10 Ιουνίου.

Χώρος Τέχνης «24», Σπευσίππου 38, Κολωνάκι. Ωρες λειτουργίας, Τρίτη έως Παρασκευή) 11:00 – 14:00, 18:00 – 21:00 και Σάββατο 11:00 – 14:00

2 Μαΐ 2011

Μικρές αθηναϊκές ζωγραφιές του Πάβλου Χαμπίδη


Ο Πάβλος Χαμπίδης - το «β» έμεινε στην υπογραφή του από τη θητεία του στα κόμικς - είναι πολίτης των πόλεων του κόσμου, καθώς έχει εργαστεί στο Παρίσι, στην Στοκχόλμη, στις Βρυξέλλες, στη Γενεύη, στο Βερολίνο, στο Τόκιο. Το 2004 έκανε τα 116 σχέδια για το ταξιδιωτικό σημειωματάριο της Louis Vuitton που ήταν αφιερωμένο στην Αθήνα και από τότε περιδιαβάζει την πρωτεύουσα, κοιτάζοντας με τη δική του οπτική γωνία της αντιπροσωπευτικές γωνιές της. Αυτό έκανε και τώρα. Όπως ο ίδιος λέει «έκανα έναν περίπατο, μια περιπλάνηση στην Αθήνα, επιλέγοντας θέματα και οπτικές γωνίες που μου προκαλούσαν ενδιαφέρον, αλλά και που τα θεωρώ χαρακτηριστικά». Έκατσε κάτω στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου και ζωγράφισε σε έναν μεγάλο καμβά (0,50Χ1,40 μ.) την κλασική «Αθηναϊκή Τριλογία», την Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο και την Ακαδημία, αλλά και μια μαρμάρινη στήλη για να ρίχνουν οι πιστοί τον οβολό τους - από τις πολλές που υπάρχουν στην Αθήνα, μπροστά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στην οδό Ακαδημίας. Ζωγράφισε με μελάνι και ακουαρέλα όψεις της Αθήνας από το Λυκαβηττό και από του Λυκαβηττού από την Αθήνα, αλλά και την «Ράτκα» και το «Φίλιον». Όπως σημειώνει η Ίρις Κρητικού «το ευκίνητο βλέμμα του Πάβλου Χαμπίδη, αιχμαλωτίζει απρόσμενες αθηναϊκές οικειότητες». Και καταλήγει: «Με πυκνό σχέδιο και λιγοστό χρώμα, ο Πάβλος Χαμπίδης, ταξιδευτής των πόλεων του κόσμου, επισκέπτεται την Αθήνα αποθανατίζοντας με ευφράδεια και απαριθμώντας με τρυφερότητα τα θραύσματα που μας κάνουν να εξακολουθούμε να την αγαπούμε». Το σπουδαίο στην τέχνη του Πάβλου Χαμπίδη είναι ότι η φαινομενικά φευγαλέα εικόνα με τις ασαφείς γραμμές και τα λιγοστά διάφανα χρώματα, δημιουργούν μια πολύ σαφή, ζωντανή και δυνατή αίσθηση της Αθήνας που μπορούμε να αγαπήσουμε...

Η έκθεση «Μικρά Αθηναϊκά» εγκαινιάζεται την Τρίτη 3 Μαΐου, στις 20:00, και θα διαρκέσει έως τις 28 Μαΐου.

Αίθουσα τέχνης Γένεσις, Χάριτος 35, Κολωνάκι, τηλ. 2117100566



3 Απρ 2011

Έφυγε η έφηβος της χαρακτικής Τόνια Νικολαΐδη


Έφυγε από κοντά μας η Τόνια Νικαλαΐδη. Σε αυτές τις περιπτώσεις λέμε πάντα ότι οι άνθρωποι που πεθαίνουν και αφήνουν πίσω τους ένα τόσο σημαντικό έργο, μένουν πάντα μαζί μας, είναι παρόντες όσο είμαστε και εμείς. Μόνο που για την χαράκτρια Τόνια Νικολαΐδη το σπουδαίο έργο που άφησε πίσω της, είναι ορφανό χωρίς τη φυσική της παρουσία. Η ζωντάνια της, στα 84 χρόνια της (γεννήθηκε το 1927), είναι που του έδινε φτερά και το φώτιζε. Η ψυχή της - και η ψυχή του έργου της - πέταξαν μακριά. Σε εμάς έμεινε η μνήμη τους. Πραγματικά αιώνια μνήμη τους. Η ίδια θα τελειώσει έτσι το σημείωμα της στην τελευταία μεγάλη αναδρομική έκθεση που της αφιέρωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης: «Τελικά, αναρωτιέμαι τί θα έχει απομείνει για μένα στο σουρωτήρι του χρόνου. Θα έχει απομείνει αυτό που δεν μπορεί να μου πάρει κανένας, ότι απόλαυσα εγώ η ίδια το ταξίδι, με την ψυχή και το μυαλό και τις αισθήσεις μου». Η τελευταία ενότητα δουλειάς που έδειξε, είχε τίτλο: «Έρχονται άλλοι, όμοιοι με εμάς, αλλά δεν θα είμαστε εμείς»...

Η ματιά του κοριτσιού από την Ιθάκη, που έβλεπε από το παράθυρό της τη θάλασσα να αστράφτει μπροστά στο Βαθύ σαν λιωμένο ασήμι και μετά την αποτύπωσε με ασημένια χρώματα στα χαρακτικά της, δεν άλλαξε ποτέ. Έμεινε πάντα έτσι, εφηβική, αιώνια εφηβική, φιλέρευνη, πρωτοποριακή και μαγεμένη. Δεν σταμάτησε ποτέ να περιφέρεται στα πράγματα γύρω της, να τα χαϊδεύει και να τα κάνει να πάλλονται, να κυματίζουν, να εκπέμπουν ιδέες και συναισθήματα. Δεν σταμάτησε ποτέ σε ένα επίτευγμα. Μαθήτρια του Γιάννη Κεφαλληνό - του «γκουρού» της παραδοσιακής χαρακτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας - έκανε θαύματα με το κοπίδι πάνω στο ξύλο ή στο λινόλαιο. Όμως ποτέ δεν έμεινε σε αυτά. Ακόμη και την εποχή που χρησιμοποιούσε τις αρχέτυπες τεχνικές της χαρακτικής, έθετε στον εαυτό της πιο δύσκολα προβλήματα, δοκιμάζοντας την αντοχή των υλικών πέρα από τα όριά τους. Παιδευόταν μέρες ολόκληρες να τυπώσει μια αέρινη κουρτίνα να κυματίζει πάνω στις ρυτίδες της αμμουδιάς. Παιδευόταν για τις λεπτομέρειες των μαλλιών της γυναίκας στην παραλία. Έστεκε ίσια σαν έφηβος απέναντι στο καινούργιο, με τα μάτια του κοριτσιού από την Ιθάκη ορθάνοιχτα. Έτσι έφτασε να μεταχειρίζεται στα χαρακτικά της τη φωτογραφία και άπό τις αρχές της δεκαετίας του '80 το ανάγλυφο τύπωμα. Έτσι έφτασε στην όγδοη δεκαετία της ζωής της να πειραματίζεται με τις νέες τεχνολογίες, τα φωτοτυπικά μηχανήματα και τους υπολογιστές, με εφηβικό πάθος. Και με αυτό το πάθος και τη ζωντάνια έφυγε...
Άρθρο στον Αγγελιοφόρο της Θεσσαλονίκης για την Τόνια Νικολαΐδη

21 Φεβ 2011

«Άγριες σκέψεις» για την χαρακτική


Το κύμα έξω από την Κουναγκάουα του Χατσουσίκα Χοκουσάι
Ο Κλοντ Λεβί Στρος, ο σπουδαίος εκσυγχρονιστής της Ανθρωπολογίας, ο επίμονος υποστηρικτής της ισοδυναμίας πολιτισμένης και «άγριας σκέψης» (εφημερίδα «Καθημερινή» 20 Φεβρουαρίου 2011), διαπιστώνει: «Οι (σ.σ. "άγριοι") πολιτισμοί μας ενθαρρύνουν να απορρίψουμε τον διαχωρισμό ανάμεσα στο νοητό και το αισθητό που κηρύσσουν οι παρωχημένες μορφές του εμπειρισμού και της μηχανοκρατίας και να ανακαλύψουμε μια κρυφή αρμονία ανάμεσα στην αέναη αναζήτηση νοήματος από τον άνθρωπο και τον κόσμο στον οποίο εμφανίστηκε και εξακολουθεί να ζει: έναν κόσμο φτιαγμένο από μορφές, χρώματα, υφή, γεύσεις και οσμές».

Ειδικά τα χρώματα του κόσμου μας, έγιναν πιο λαμπερά και πιο ουσιαστικά υπό την επήρεια της πρωτόγονης (με την έννοια της αρχέγονης) σκέψης και της ευαισθησίας των Ιαπώνων χαρακτών της σχολής ουκίγιο-ε, του Κατσουσίκα Χοκουσάι (1760-1849), του Κιταγκάουα Ουταμάρο (1753-1806)
του Άντο Χιροσίγκε (1797-1858). Τα ιαπωνικά έγχρωμα χαρακτικά, οι «εικόνες του κόσμου ή της ζωής που κυλάει», με την φυσική και ανεπιτήδευτη οπτική τους, την ασυμμετρία τους, το διακοσμητικό χρώμα και το εκφραστικό σχέδιο, ώθησαν τους Ευρωπαίους καλλιτέχνες να αποδεσμευτούν από καθιερωμένες συμβάσεις και να ανακαλύψουν απροσδόκητες, αλλά και φιλοσοφημένες εικόνες της ζωής.

Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι – όπως ο Εντουάρ Μανέ (1832-1883), η αφετηρία της μοντέρνας ζωγραφικής – αφέθηκαν πρώτοι στην επιρροή των ξυλογραφιών από την Άπω Ανατολή και τους ακολούθησαν αργότερα ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (1853-1890) και ο Πολ Γκογκέν, ο οποίος για να φτάσει στις «Βάρβαρες Ιστορίες» του, θυσίασε στην αναζήτηση της αγνότητας και της ομορφιάς σχεδόν τα πάντα, την επιτυχημένη καριέρα του χρηματιστή, τους φίλους του, την οικογένειά του, τον ίδιο τον εαυτό του...

Οι τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ήταν ταραγμένες. Στην κοινωνία και στην τέχνη, η συσσωρευμένη ενέργεια αναζητούσε νέες διεξόδους. Το 1870 η Γαλλία ηττήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία κι ο Γαλλογερμανικός πόλεμος που ξέσπασε εκείνη τη χρονιά, προκάλεσε άλλη μια επανάσταση στο Παρίσι. Αυτά τα δημόσια τραύματα μοιάζει να μην φαίνονται στο έργο των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων. Ίσως γιατί τους ενδιέφερε το γιατρικό και όχι η πληγή. Αυτό φαίνεται καλύτερα στην αντιμετώπιση από την Τέχνη κάποιων άλλων πληγών της εποχής, για τις οποίες οι καλλιτέχνες μπορούσαν να είναι πιο αποτελεσματικοί στην αντιμετώπισή τους.

Η βιομηχανική επανάσταση που ξεκίνησε από τη Μεγάλη Βρετανία πέρασε σαν τυφώνας πάνω από το φυσικό τοπίο, τις ζωές των ανθρώπων της υπαίθρου, αλλά και τον βίο των κατοίκων των πόλεων. Αφού η φύση είχε εξουδετερωθεί και δεν μπορούσε να αποκαταστήσει την πνευματική υγεία που μεταφέρει στο αστικό τοπίο, τότε θα μπορούσε να επιστρατευτεί η Τέχνη.

Η τέχνη, με ανανεωμένο πάθος, νέα ορμή και νέα φιλοσοφία, θα μπορούσε να βάλει τη φύση, το χρώμα, την αισθαντικότητα και την αυθεντικότητα στις ζωές των ανθρώπων. Οι τρόποι αναζητήθηκαν σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες, όπως ήταν η απομονωμένη Ιαπωνία ή η εξωτική Ταϊτή, οι οποίες δεν είχαν αλωθεί από τη βιομηχανική επέλαση. Κι η Τέχνη, όχι μόνο πέτυχε τον σκοπό της, αλλά έβαλε πολύ ισχυρά θεμέλια για να συνεχίσει να τον πετυχαίνει και στο μέλλον, ολόκληρο τον 20ο αιώνα και συνεχίζει και τον 21ο...

2 Φεβ 2011

Η πολύχρωμη ποίηση του Δημήτρη Δαρζέντα



Σαντορίνη (Φηρά), τέμπερα σε χειροποίητο μουσαμά 45Χ60 εκ.
Μπορεί άραγε το ζωγραφικό αποτύπωμα ενός τοπίου να λέει περισσότερα από το ίδιο το τοπίο; Σίγουρα η πραγματική τέχνη μπορεί να το πετύχει , εξάλλου αυτή είναι η μαγεία της, κι αυτό είναι το χάρισμα των σημαντικών καλλιτεχνών. Οπωσδήποτε μπορούν να το διαπιστώσουν οι θεατές των έργων του Δημήτρη Δαρζέντα (1915-1997), ενός ζωγράφου που δεν αναγνωρίστηκε όσο αξίζει η πρωτοποριακή ματιά του, ειδικά πάνω στη Σαντορίνη. Όπως έχει γράψει ο επίκουρος καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Θάνος Χρήστου «ζωγραφική του χρωματικού πάθους μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή του Δημήτρη Δαρζέντα. Η οποία όμως σε καμιά περίπτωση δεν μένει στα εξωτερικά χαρακτηριστικά και την επιφάνεια αλλά διεισδύει στο βάθος με σκοπό να αποδώσει χωρίς να αφηγηθεί, να υμνήσει χωρίς να κολακεύσει, να δει την αλήθεια χωρίς να ωραιοποιήσει. Και τελικά δικαιώνεται το αποτέλεσμα των προσπαθειών του δημιουργού αφού κατορθώνει να κάνει την πραγματικότητα ποίηση και το συναίσθημα χρώμα».

13 Ιαν 2011

Ο Αλέκος Κυραρίνης μεταξύ αγγέλου και δράκου

Ο Αλέκος Κυραρίνης (Αθήνα 1976) είναι από τους πιο ψαγμένους καλλιτέχνες της νέας γενιάς. Ίσως κανείς άλλος δεν βασανίζει τόσο πολύ τα υλικά του και δεν υποβάλει σε τόσα μαρτύρια την έμπνευσή του. Και στις τέσσερις προσωπικές εκθέσεις που έχει ήδη παρουσιάσει, εμφανίζεται μπροστά στο κοινό με ένα καινούργιο πρόσωπο. Αμέσως μετά την πρώτη έκθεσή του, άρχισε να υπονομεύει τη γραμμική ευσέβειά του και να τα βάζει με το… πινέλο. «Θέλω να μην υπάρχει πινέλο στη ζωγραφική μου», λέει. «Θέλω τα έργα μου να έχουν τις χάρες της εφαρμοσμένης τέχνης». Αλλά και πάλι δεν θέλει να αποκαλύπτεται ακριβώς η τεχνική που ακολουθεί. Το ατελιέ του μοιάζει με εργαστήριο μυστικοπαθή αλχημιστή. Εκεί είχαν συσσωρευτεί πλήθος σχέδια με τη νέα τεχνική του, η οποία έχει τελικά πινέλο αλλά δεν φαίνεται. Εκατοντάδες σχέδια, όλα διαφορετικά, τα περισσότερα από τα οποία πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Εμειναν λίγα για τη ζωγραφική επένδυση του περιοδικού «Νέα Ευθύνη» το οποίο επανεκδίδεται. Ακόμη λιγότερα, 52 σχέδια, εκτέθηκαν από 28 Σεπτεμβρίου έως 30 Οκτωβρίου 2010 στον Χώρο Τέχνης 24.
Στη ζωγραφική περιπέτεια του Αλέκου Κυραρίνη το μόνο που μένει σταθερό στο κέντρο της, είναι η διαμάχη (ή και η συνύπαρξη) του καλού και του κακού, του αγγέλου και του δράκου. Τα σχόλια του πάνω σε αυτή τη διαμάχη και τη συνύπαρξη, ο δημιουργός θέλει να τα εκφράσει με πολύ ωραίο τρόπο και όπως λέει ο ίδιος «σκυλιάζει» για να το καταφέρει. Προσπαθεί συνεχώς, δοκιμάζει, πειραματίζεται και στο τέλος κάτι μένει. «Κι αν ένα έργο τέχνης είναι καλό, θα έχει και καλή φτιαξιά». Σε αυτό βρίσκεται το μυστικό της συνεχούς εικαστικής αναζήτησης. «Στη ζωγραφική το τι και το πώς δεν διαχωρίζονται» σχολιάζει. Γι αυτό σκαρφίζεται χίλιες δυο πατέντες για να εμφανίζεται το έργο του σίγουρο, χωρίς να ρυτιδώνεται από καμιά αμηχανία, «να είναι καθαρό και άρτιο», όπως αυτά τα σχέδια που παρουσιάζονται στην έκθεση. Καθαρά σαν τη χειροποίητη δαντέλα της γιαγιάς και άρτιο σαν βυζαντινή αγιογραφία. Εξάλλου και ο Αλέκος Κυραρίνης θέλει να συγκρίνονται τα έργα του με αντικείμενα άμεσης καθημερινής χρήσης, αλλά που έχουν φτιαχτεί με έναν εμπνευσμένο από τη μοντέρνα τέχνη κανόνα.