Το κείμενο του Χριστόφορου Μπόικου για την έκθεση «Passages». Ο ζωγράφος εκθέτει στο Παρίσι τις εντυπώσεις που
συνέλεξε περαστικός από την Πόλη του Φωτός, τις Βρυξέλλες και την Κωνσταντινούπολη:
«Το 2004 ο Πάβλος
Χαμπίδης ολοκλήρωσε το ταξιδιωτικό σημειωματάριο της Αθήνας (Carnet de voyage
d' Athenes) για την Louis Vuitton, ένα βιβλίο με σχέδια της ελληνικής
πρωτεύουσας, το οποίο απευθυνόταν στους πελάτες του Παριζιάνικου Οίκου, στα 300
και υποκαταστήματά του ανά τον κόσμο. Η ομολογουμένως μεγάλη επιτυχία αυτού του
βιβλίου οδήγησε τον καλλιτέχνη στην ενασχόλησή του ως «ακουαρελίστας» του
διεθνούς αστικού τοπίου.
Στην έκθεση «Passages» ο
καλλιτέχνης δείχνει σχέδια του Παρισιού, των Βρυξελλών και της
Κωνσταντινούπολης. Ο καλλιτέχνης «πιάνει» μ’ ένα φευγαλέο τρόπο γνωστές
τοποθεσίες αυτών των πόλεων, αλλά και πιο κρυφές πτυχές του αστικού τους
τοπίου.
Σαν ένας βιαστικός ή
ελαφρά αφηρημένος περαστικός, σταματάει που και που, παρατηρεί και σημειώνει
μία γραφική γωνία, αρχιτεκτονικά διακοσμητικά στοιχεία, ένα φανάρι, μία
είσοδο του Μετρό ή μία ομάδα τουριστών που ξεκουράζονται σ’ ένα παγκάκι, και
μετά ξαναπαίρνει το δρόμο του.
Ο Χαμπίδης σχεδιάζει in
situ, με σινική μελάνι και στη συνέχεια βάζει το χρώμα με ηρεμία στο εργαστήριό
του. Οι ολοκληρωμένες ακουαρέλες του διατηρούν την αρχική φευγαλέα
εντύπωση και έχουν ένα τόνο γοητευτικής ελαφρότητας. Είναι διαποτισμένες
με χιούμορ και την οφθαλμοφανή έφεση του περιπλανώμενου καλλιτέχνη προς τις
αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες και τις «προσόψεις» της μεγαλούπολης, τις
οποίες συναντά στις διαδρομές του. Αυτή η ελαφρότητα, η οποία ενισχύεται
από την νευρική του γραμμή και την διαφάνεια της ακουαρέλας, είναι ένα
σπάνιο στοιχείο στο μάλλον βαρύ περιβάλλον της σύγχρονης τέχνης. Θυμίζει τα
σχέδια πόλεων καλλιτεχνών του 19ου αιώνα, όπως ο Constantin Guys, αλλά και τα
περίφημα εξώφυλλα του περιοδικού New Yorker, και δη αυτά του Saoul Steinberg. Η
χιουμοριστική αντιμετώπιση των προσώπων στο αστικό περιβάλλον τους συγγενεύει
και με τα κλασσικά σχέδια του γάλλου εικονογράφου Sempe.
Στα λάδια του ο Χαμπίδης
ζωγραφίζει συχνά το συμβολικό πρόσωπο ενός νέου άνδρα, γυμνό και σπανιότερα
ντυμένο, πάντα μετωπικά, σαν ένας σύγχρονος κούρος, σε διάφορες συνθέσεις με
ζώα και φρούτα της ελληνικής υπαίθρου. Η με αρχέγονο τρόπο και
Μεσογειακά χρώματα (ώχρες, σέπια και κεραμιδί) απόδοση αυτών των χαρακτήρων, τους
κάνει να μοιάζουν με μακρινούς απογόνους Βυζαντινών φιγούρων, των προτύπων του
Πικάσο ή σύγχρονων ελλήνων ζωγράφων όπως του Γιάννη Τσαρούχη.
Ενίοτε ονειρώδη, πότε-πότε
μέσα σε πόνο, πάντα όμως με τρυφερότητα και μελαγχολία, ακολουθούν τον
καλλιτέχνη από την αρχή της καριέρας του, προσδιορίζοντας τα
διάφορα στάδια, την ψυχική του διάθεση, την εξέλιξη και τη συνέχεια της
καλλιτεχνικής του διαδρομής».