Για τον Τάσο Μαντζαβίνο η ασχήμια κρύβει μέσα της την άρνηση, την ανυπακοή, την αντίδραση. Η ζωγραφική είναι επανάσταση. Ο ζωγράφος που απεχθάνεται κάθε είδους εξωραϊσμό, πιστεύει ότι «ο καραγκιόζης είναι ράπισμα στη διάχυτη αισθητική του τίποτα και στο “φτιασίδωμα” στην τέχνη». «Υπάρχει από τη μια η αγάπη για τον καραγκιόζη και από την άλλη η αντίδραση, γιατί σαν αντίδραση έκανα πάντα αυτή τη ζωγραφική που κάνω», προσθέτει. Ο ζωγράφος δεν θέλγεται από την ιδεολογία του καραγκιόζη, αντίθετα πιστεύει ότι ο πολιτισμός του νεοπλουτισμού που πάει να δύσει μέσα σε έντονες κρίσεις, έχει οικειοποιηθεί τον καραγκιόζη και τον έχει απολαϊκοποιήσει. Ο ίδιος ο Καραγκιόζης δεν έχει πολιτική συνείδηση γιατί είναι λούμπεν στοιχείο και ο Χατζηαβάτης είναι το κατ’ εξοχήν «λαμόγιο», ανάμεσα στο λαό και την εξουσία του Πασά. «Δεν είμαι σύμφωνος με την ιδεολογία του καραγκιόζη, τον χρησιμοποιώ. Του βάζω άλλα λόγια. Εχω κάνει τον Καραγκιόζη να τρώει ξύλο από τη μάνα του. Είναι κακό που τη δεδομένη στιγμή ο λαός έχει ταυτιστεί με τον καραγκιόζη», λέει ο ζωγράφος.
Οι διανοούμενοι είχαν εκτιμήσει από παλιά την αυθεντικότητα του Καραγκιόζη και συνέβαλαν να βγει το θέατρο σκιών από τα κακόφημα θεάματα. Ο Αγγελος Σικελιανός έγραφε στον Σωτήρη Σπαθάρη: «Η Τέχνη Σου είναι στη βάση της λαϊκής ψυχής και ζωής και μακάριος που την αντικρύζει με τη σοβαρότητα που της οφείλεται. Μέσα της δεν κατασταλάζει μόνο η λαγαρή θυμοσοφία του λαού μας προς στ’ ανάποδα του κόσμου, αλλά ξεσκεπάζεται κι η πηγαία δύναμη πο ’χει μέσα του και με την οποία υπερνικά αυτά τα ανάποδα με ψυχισμό ασύγκριτο (…)». Και ο Γιάννης Τσαρούχης συμπλήρωνε αργότερα: «Υπάρχει μια χυμώδης χάρη για μια ηρωική διάθεση με πολλή αφέλεια που σου γοητεύει τις αισθήσεις και σε πείθει πως αλλιώς δεν μπορεί να είναι, παρά να πηγάζει μέσα απ’ τον ίδιο τον άνθρωπο».
Πάντα ο Τάσος Μαντζαβίνος ζωγράφιζε τον καραγκιόζη, συχνά με τα δικά του χαρακτηριστικά, και τους άλλους ήρωες του θεάτρου σκιών. Πριν αρχίσει να ασχολείται εντατικά με τον καραγκιόζη, ζωγράφιζε ακατάπαυστα για ένα διάστημα λήσταρχους, τον Φώτη Γιαγκούλα και τους άλλους ρομπέν των ορέων στη λαϊκή φαντασία, με άγρια γένια και σταυρωτά τα φισεκλίκια, πάνω από το γιλέκο και την ελληνοπρεπή φουστανέλα. Είναι τυχαίο; «Σύμπτωση» λέει ο ζωγράφος. «Ήλθε μόνο του. Η ίδια η ζωγραφική μου, με το δρόμο που πήρε, συναντήθηκε με τον καραγκιόζη. Έχω ξεχάσει ότι ζωγραφίζω τον καραγκιόζη». Όταν το καλοσκέπτεται όμως, παραδέχεται ότι υπάρχει η ιδέα της αντίδρασης στην κατάσταση που βιώνουμε: «Κατά βάθος ο καραγκιόζης είναι στοιχείο αιρετικό, αναρχικό, επαναστατικό, είναι ένα “φτύσιμο”. Και εμένα μου αρέσει η τέχνη που δεν είναι κομψή. Μου αρέσει η αμεσότητα που έχει, η πηγαία έκφραση. Η ζωγραφική μου δεν είναι “σαλονάτη” και εν συνειδήσει δεν είναι “σαλονάτη”. Προτείνει αισθητική, μια καινούργια αισθητική. Οι πίνακες δεν είναι στολίδια και δεν γουστάρουν να παίζουν ρόλο στο δείπνο ενός πλουσίου. Αν η τέχνη δεν τσιγκλάει την αισθητική, τότε γιατί να υπάρχει;».
Η κρίση φαίνεται πως έχει απασχολήσει πολύ τον Τάσο Μαντζαβίνο, όπως και η επόμενη ημέρα: «Η κρίση είναι μεθοδευμένη με τρόπο επιστημονικό για να ευνουχιστεί και πολιτιστικά ο Ελληνας, να μη σκέπτεται. Είναι γενικότερη πολιτιστική παρακμή. Αυτό έγινε τυχαία; Καθόλου. Κάναμε κι εμείς πολλά σφάλματα. Το μεγαλύτερο ήταν που πετάξαμε στα σκουπίδια τους βυζαντινούς ναΐσκους πάνω από τα αρχαία ερείπια, αυτούς που συμβόλιζαν τη συνέχειά. Ως πότε θα ζούμε από την κλασική παιδεία της Ευρώπης; Να ξεχωρίσουμε από τους αρχαίους και να αρχίσουμε να παράγουμε νεότερο πολιτισμό. Αλλά για να υπάρξει αυτός ο πολιτισμός θα πρέπει να υπάρξουν και αποδέκτες του. Αλλά αυτή την εποχή το να σκέπτεσαι είναι κόπος. Αν συνεχίσουμε έτσι χωρίς αυτοσυνείδηση, μπερδεμένοι, ταπεινωμένοι, ευνουχισμένοι, χωρίς περηφάνια, όλο και πιο πολύ θα μοιάζουμε στον καραγκιόζη»…
Η έκθεση του Τάσου Μαντζαβίνου «Ο καραγκιόζης κι εγώ» εγκαινιάζεται σήμερα Τρίτη 17 Ιανουαρίου, στην Γκαλερί Σκουφά (Σκουφά 4, Κολωνάκι) και θα διαρκέσει έως τις 11 Φεβρουαρίου.
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Τάσου Μανταβίνου «Η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» θα παρουσιαστεί στις 23 Ιανουαρίου στο Ιδρυμα Νέες Μορφές (Βαλαωρίτου 9, Κολωνάκι).