26 Μαΐ 2012

Κώστας Παπανικολάου, η προκυμαία είχε τη δική της ιστορία


Η προκυμαία του Πόρου είχε τη δική της ιστορία και ο ζωγράφος Κώστας Παπανικολάου τη σπουδάζει από την απέναντι ακτή του Γαλατά, όπου συνήθως απομονώνεται. Σκέφτεται ότι αυτά τα ωραία σπίτια χτίστηκαν το καθένα ξεχωριστά, σε διαφορετικό χρόνο, από διαφορετικούς ανθρώπους, συχνά και για να στεγάσουν διαφορετικές ανάγκες. Ακουμπούν όμως το ένα στο άλλο, ανταλλάσσουν ιδέες, διαφωνούν ή και συγκρούονται. Συνθέτουν τον οικισμό.
Αυτά «πειράζουν» τον ζωγράφο και αυτός με τη σειρά του αποφασίζει να «πειράξει» τον θεατή, αγγίζοντας την ψυχή των σπιτιών με το πινέλο του και μεταμορφώνοντάς τη σε μια εικονογραφημένη ιστορία φτιαγμένη με ανθρώπινα υλικά. Ο Κώστας Παπανικολάου θέλει να περάσει μπροστά και από άλλα θαλασσινά μέτωπα της Ελλάδας, και από άλλες προκυμαίες που διηγούνται την ιστορία τους. «Τα σπίτια έχουν μεγάλο ενδιαφέρον γιατί είναι το κέλυφος της ζωής των ανθρώπων» λέει.

Στον Πόρο ζούσε – και ζει – μια κοινότητα που τα μέλη της είναι πολύ διαφορετικά. Ετσι τα παραδοσιακά σπίτια «συζούν» με τα εξαιρετικά λαϊκά σπίτια των ναυτικών, τα ακαθόριστου στυλ «οικονομημένων» και βεβαίως τα αρχοντικά των καραβοκύρηδων. Το κάθε ένα αντιπροσώπευε τις ανάγκες του ιδιοκτήτη του.
Το πρώτο στοίχημα που έβαλε ο Παπανικολάου ήταν να ζωγραφίσει με «χειρουργική ακρίβεια» τον οικισμό, ένα-ένα σπίτι όπως ακριβώς χτίστηκε, με σωστές αναλογίες. «Εγώ κάνω το ρηχό ανάγλυφο του παιχνιδιού του ήλιου με αυτά τα σπίτια» εξηγεί. Το δεύτερο στοίχημα γι' αυτόν ήταν το υλικό του. «Το υλικό διηγείται με ακρίβεια τον εαυτό του. Οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι πάνω σε τοίχο, πάνω σε “σοβατισμένα” τούβλα με την τεχνική του φρέσκο».


Το σπίτι μας μάς ακολουθεί. Ακολουθεί και τον ζωγράφο από το μικρό χωριό της Αρτας. Είναι ωραία τα ζωγραφισμένα σπίτια; «Η ομορφιά δεν είναι το ζητούμενο» απαντά. «Υπάρχει στην αίσθηση που σου αφήνει το γεγονός. Εξάλλου το ωραίο δεν είναι αιώνιο. Μαλλιοτραβιέται με τη μόδα, τις ανάγκες, τις εποχές. Τα σπίτια τα δικά μου μοιάζουν με τα πρόσωπα που φτιάχνουν τα παιδιά, που έχουν δύο παράθυρα για μάτια, μια μπαλκονόπορτα για μύτη, ένα μπαλκόνι για μουστάκι και μια εξώπορτα για στόμα».
Αυτό έχει να κάνει με τη σημασία που δίνει ο ίδιος στην έννοια του σπιτιού: «Τα σπίτια είναι η ψυχολογία των παιδικών μας χρόνων. Ο καθένας όταν λέει “σπίτι” εννοεί βασικά την ψυχή του και όχι το κτίριο. Εννοούμε τη φωλιά μας, τη σιγουριά μας. Εξ αντανακλάσεως το κτίριο ανακαλεί τα ψυχικά μας αθλήματα, γιατί όλοι ζήσαμε σε ένα σπίτι και έχουμε στο μυαλό μας την έννοια της εστίας».
Ο Κώστας Παπανικολάου θα συνεχίσει να περιδιαβάζει με χειροποίητα ζωγραφικά μέσα τις νησιώτικες προκυμαίες. «Οι οικισμοί των νησιών φαίνονται ίδιοι, αλλά είναι παρόμοιοι. Εκτός από την εικόνα τους, έχουν και μια δική τους μουσική συχνότητα, τα χρώματα, τις κλίμακες, την ιστορία τους. Οπως βλέπεις τη σιλουέτα των νησιών από το καράβι και την αναγνωρίζεις αν έχεις ξαναπεράσει, έτσι και οι οικισμοί έχουν το δικό τους αποτύπωμα. Θα μπορούσα να ζωγραφίσω και τις πολυκατοικίες του Πειραιά. Δεν με νοιάζουν μόνο τα νεοκλασικά με την έννοια της παρωχημένης ομορφιάς. Τα σπίτια είναι ωραία ως τσόφλι της ζωής των ανθρώπων».

2 Απρ 2012

Τα χρώματα του Πάθους από τον Απόστολο Χαντζαρά


Οι μέρες το καλούν, η άνοιξη μας καλεί, να δούμε με πιο αισιόδοξα χρώματα το Δωδεκάορτο, από τον Ευαγγελισμό μέχρι τη Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη. Τίποτε άλλο εκτός από τον Επιτάφιο Θρήνο και την Αποκαθήλωση, δεν είναι πιο αισιόδοξο. Ο Απόστολος Χαντζαράς πήγε τα χρώματά του πέρα από τις παραδοσιακές σχολές της βυζαντινής ζωγραφικής, και εκθέτει τα δώδεκα έργα του από τις 5 Απριλίου στην Αίθουσα Τέχνης Σκουφά. Αυτή είναι η πρώτη φάση του «Ήλιου», της πορείας του ζωγράφου προς Ανατολάς.

9 Φεβ 2012

«Διαπεραστικές Σκιές» από τον Μιχάλη Αρφαρά και την Kati Mahrt


Η χαράκτρια Kati Mahrt και ο καθηγητής χαρακτικής στην ΑΣΚΤ Μιχάλης Αρφαράς συνομιλούν με εικόνες και αντικείμενα για την σκιά, ένα φαινόμενο που πάντα απασχολούσε τους ανθρώπους, στο The Art Foundation (TAF), Νορμάνου 5, Μοναστηράκι. Η έκθεση θα εγκαινιαστεί την Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου και θα διαρκέσει έως τις 20 Μαρτίου. Μια από τις αλήθειες που περιέχουν τα έργα των δυο δημιουργών, είναι ότι «ο διαρκώς αυξανόμενος τεχνητός φωτισμός του κόσμου και το δυνητικό ονειρικό τοπίο μας θαμπώνουν και εξαλείφουν τις σκιές».

16 Ιαν 2012

Τάσος Μαντζαβίνος: Ο καραγκιόζης την εποχή της κρίσης


Ο Τάσος Μαντζαβίνος αναπνέει για να δημιουργεί και δημιουργεί για να αναπνέει. Η σκέψη του κάθε στιγμή είναι στο πως θα ανασυνθέσει την ομορφιά, σχολιάζοντας την ασχήμια. Χρησιμοποιεί υλικά από τα όνειρα, συχνά στην πιο δυναμική στιγμή τους, τον εφιάλτη. Ζωγραφίζει ωραίους πίνακες, αναζητώντας με φόβο και λατρεία την άσχημη εκδοχή των προσώπων ή των πραγμάτων. Κι ο Καραγκιόζης είναι αρκετά άσχημος για να γίνει ένα από τα αρχέγονα σύμβολα του ζωγράφου, αλλά όχι μόνο γι αυτό. Συντρέχουν και πολλοί άλλοι λόγοι που το θέατρο των σκιών βγαίνει αυτή την εποχή πιο έντονα στο προσκήνιο της ζωγραφικής του και γίνεται η έκθεση «Εγώ και ο καραγκιόζης» που θα παρουσιαστεί στην αίθουσα τέχνης Σκουφά.


Για τον Τάσο Μαντζαβίνο η ασχήμια κρύβει μέσα της την άρνηση, την ανυπακοή, την αντίδραση. Η ζωγραφική είναι επανάσταση. Ο ζωγράφος που απεχθάνεται κάθε είδους εξωραϊσμό, πιστεύει ότι «ο καραγκιόζης είναι ράπισμα στη διάχυτη αισθητική του τίποτα και στο “φτιασίδωμα” στην τέχνη». «Υπάρχει από τη μια η αγάπη για τον καραγκιόζη και από την άλλη η αντίδραση, γιατί σαν αντίδραση έκανα πάντα αυτή τη ζωγραφική που κάνω», προσθέτει. Ο ζωγράφος δεν θέλγεται από την ιδεολογία του καραγκιόζη, αντίθετα πιστεύει ότι ο πολιτισμός του νεοπλουτισμού που πάει να δύσει μέσα σε έντονες κρίσεις, έχει οικειοποιηθεί τον καραγκιόζη και τον έχει απολαϊκοποιήσει. Ο ίδιος ο Καραγκιόζης δεν έχει πολιτική συνείδηση γιατί είναι λούμπεν στοιχείο και ο Χατζηαβάτης είναι το κατ’ εξοχήν «λαμόγιο», ανάμεσα στο λαό και την εξουσία του Πασά. «Δεν είμαι σύμφωνος με την ιδεολογία του καραγκιόζη, τον χρησιμοποιώ. Του βάζω άλλα λόγια. Εχω κάνει τον Καραγκιόζη να τρώει ξύλο από τη μάνα του. Είναι κακό που τη δεδομένη στιγμή ο λαός έχει ταυτιστεί με τον καραγκιόζη», λέει ο ζωγράφος.


 Πώς γίνεται όμως ο Τάσος Μαντζαβίνος να αναζητεί τον καραγκιόζη ως τον πατέρα της ζωγραφικής του; Ο ίδιος διευκρινίζει ότι ασχολείται με το εικαστικό μέρος του θεάτρου σκιών: «Πρώτα μου αρέσει ο καραγκιόζης ως εικαστική παρουσία. Είναι το μόνο πράγμα που έχω. Ως ζωγράφος ψάχνω το στίγμα μου. Δεν είμαι ευρωπαίος, δεν είμαι ανατολίτης. Εγώ θα πρέπει να ασχοληθώ με αυτά που βρήκα εδώ, στο δικό μου σταυροδρόμι, τα αρχαία, τη βυζαντινή ζωγραφική, τη λαϊκή τέχνη, τον καραγκιόζη. Ο καθένας βρίσκει το δρόμο του, όταν αναβαπτιστεί στην παράδοσή του. Για μένα, αυτή τη ζωγραφική έχουμε. Είναι αυτό που λες, έχω έναν πατέρα και είναι καλός ό,τι και να είναι. Εμάς ο εικαστικός μας πατέρας είναι ο καραγκιόζης και όλα τα άλλα».

Οι διανοούμενοι είχαν εκτιμήσει από παλιά την αυθεντικότητα του Καραγκιόζη και συνέβαλαν να βγει το θέατρο σκιών από  τα κακόφημα θεάματα. Ο Αγγελος Σικελιανός έγραφε στον Σωτήρη Σπαθάρη: «Η Τέχνη Σου είναι στη βάση της λαϊκής ψυχής και ζωής και μακάριος που την αντικρύζει με τη σοβαρότητα που της οφείλεται. Μέσα της δεν κατασταλάζει μόνο η λαγαρή θυμοσοφία του λαού μας προς στ’ ανάποδα του κόσμου, αλλά ξεσκεπάζεται κι η πηγαία δύναμη πο ’χει μέσα του και με την οποία υπερνικά αυτά τα ανάποδα με ψυχισμό ασύγκριτο (…)». Και ο Γιάννης Τσαρούχης συμπλήρωνε αργότερα: «Υπάρχει μια χυμώδης χάρη για μια ηρωική διάθεση με πολλή αφέλεια που σου γοητεύει τις αισθήσεις και σε πείθει πως αλλιώς δεν μπορεί να είναι, παρά να πηγάζει μέσα απ’ τον ίδιο τον άνθρωπο».


Πάντα ο Τάσος Μαντζαβίνος ζωγράφιζε τον καραγκιόζη, συχνά με τα δικά του χαρακτηριστικά, και τους άλλους ήρωες του θεάτρου σκιών. Πριν αρχίσει να ασχολείται εντατικά με τον καραγκιόζη, ζωγράφιζε ακατάπαυστα για ένα διάστημα λήσταρχους, τον Φώτη Γιαγκούλα και τους άλλους ρομπέν των ορέων στη λαϊκή φαντασία, με άγρια γένια και σταυρωτά τα φισεκλίκια, πάνω από το γιλέκο και την ελληνοπρεπή φουστανέλα. Είναι τυχαίο; «Σύμπτωση» λέει ο ζωγράφος. «Ήλθε μόνο του. Η ίδια η ζωγραφική μου, με το δρόμο που πήρε, συναντήθηκε με τον καραγκιόζη. Έχω ξεχάσει ότι ζωγραφίζω τον καραγκιόζη». Όταν το καλοσκέπτεται όμως, παραδέχεται ότι υπάρχει η ιδέα της αντίδρασης στην κατάσταση που βιώνουμε: «Κατά βάθος ο καραγκιόζης είναι στοιχείο αιρετικό, αναρχικό, επαναστατικό, είναι ένα “φτύσιμο”. Και εμένα μου αρέσει η τέχνη που δεν είναι κομψή. Μου αρέσει η αμεσότητα που έχει, η πηγαία έκφραση. Η ζωγραφική μου δεν είναι “σαλονάτη” και εν συνειδήσει δεν είναι “σαλονάτη”. Προτείνει αισθητική, μια καινούργια αισθητική. Οι πίνακες δεν είναι στολίδια και δεν γουστάρουν να παίζουν ρόλο στο δείπνο ενός πλουσίου. Αν η τέχνη δεν τσιγκλάει την αισθητική, τότε γιατί να υπάρχει;».


Η κρίση φαίνεται πως έχει απασχολήσει πολύ τον Τάσο Μαντζαβίνο, όπως και η επόμενη ημέρα: «Η κρίση είναι μεθοδευμένη με τρόπο επιστημονικό για να ευνουχιστεί και πολιτιστικά ο Ελληνας, να μη σκέπτεται. Είναι γενικότερη πολιτιστική παρακμή. Αυτό έγινε τυχαία; Καθόλου. Κάναμε κι εμείς πολλά σφάλματα. Το μεγαλύτερο ήταν που πετάξαμε στα σκουπίδια τους βυζαντινούς ναΐσκους πάνω από τα αρχαία ερείπια, αυτούς που συμβόλιζαν τη συνέχειά. Ως πότε θα ζούμε από την κλασική παιδεία της Ευρώπης; Να ξεχωρίσουμε από τους αρχαίους και να αρχίσουμε να παράγουμε νεότερο πολιτισμό. Αλλά για να υπάρξει αυτός ο πολιτισμός θα πρέπει να υπάρξουν και αποδέκτες του. Αλλά αυτή την εποχή το να σκέπτεσαι είναι κόπος. Αν συνεχίσουμε έτσι χωρίς αυτοσυνείδηση, μπερδεμένοι, ταπεινωμένοι, ευνουχισμένοι, χωρίς περηφάνια, όλο και πιο πολύ θα μοιάζουμε στον καραγκιόζη»

Η έκθεση του Τάσου Μαντζαβίνου «Ο καραγκιόζης κι εγώ» εγκαινιάζεται σήμερα Τρίτη 17 Ιανουαρίου, στην Γκαλερί Σκουφά (Σκουφά 4, Κολωνάκι) και θα διαρκέσει έως τις 11 Φεβρουαρίου.

Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Τάσου Μανταβίνου «Η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» θα παρουσιαστεί στις 23 Ιανουαρίου στο Ιδρυμα Νέες Μορφές (Βαλαωρίτου 9, Κολωνάκι).

11 Ιαν 2012

Η πενία τέχνας κατεργάζεται


«Η πενία της Ελλάδος επέβαλε τη λιτότητα και αυτή η ίδια η πενία οδήγησε σε μια μεγάλη ελευθερία της σκέψεως και της φαντασίας (...)»

Γιάννης Τσαρούχης, περιοδικό «Ζυγός», Νο 6, 1956