27 Σεπ 2011

Ο Σπύρος Αγγελόπουλος γράφει για την Ύδρα


Το μοναστήρι των γάτων

Πρέπει λοιπόν να γράψω κάτι για την Υδρα. Για τις ομορφιές της κυρίως. Αν ήμουν ταξιδιωτικός πράκτορας θα έγραφα ότι μπορεί κάποιος να χαρεί το μπάνιο του στην παραλία του Βλυχού, για παράδειγμα. Πόσο ωραία φαγητά μπορεί να φάει στο εστιατόριο της Αννίτας ή ότι μπορεί να πιει το ποτό του σε ένα από τα υπέροχα μπαράκια της («Αναλούρ», «Πειρατής», «Υδρονέτα»). Ακόμα θα έγραφα για τα θαυμάσια εικαστικά δρώμενα, όπως αυτά που φιλοξενούνται από το ίδρυμα ΔΕΣΤΕ και για το καθιερωμένο πλέον Hydra School Project. Για όλα αυτά, και για άλλα τόσα, θα μπορούσα να γράψω εάν ήμουν ταξιδιωτικός πράκτορας. Δεν είμαι όμως. Αφ' ης στιγμής όλα αυτά τα γνωρίσματα της Υδρας περνούν σε δεύτερο πλάνο. Στο πρώτο κυριαρχεί μια άλλη εικόνα της. Αυτή του νησιού με τις γάτες. Του νησιού με τις εκκλησίες. Δεν ξέρω για ποιον ακριβώς λόγο, αλλά εδώ και δέκα χρόνια που πηγαίνω στην Υδρα έχω την αίσθηση πως το νησί αυτό δεν ανήκει στους ανθρώπους του, αλλά στους γάτους του. Οι γάτοι το έχουν ανακαλύψει, οι γάτοι το έχουν χτίσει και αυτοί το χρησιμοποιούν ως έναν τεράστιο χώρο λατρείας. Απλώς μας αφήνουν να πηγαίνουμε εκεί ως τουρίστες για να θαυμάσουμε τη μεταφυσική ησυχία που επικρατεί στο τεράστιο μοναστήρι τους. Ως τέτοιος λοιπόν πρέπει να πάει κάποιος στην Υδρα. Ως ένας ευγνώμων φιλοξενούμενος. Και μερικές φορές ως αλλόκοτος προσκυνητής στον θεό κάποιου άλλου. Τότε ίσως αισθανθεί τα μάτια του να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι, τις αισθήσεις του να οξύνονται. Τότε ίσως μόνο μπορέσει να αποβάλει το προφίλ του και να ζήσει στο τώρα. Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο λόγο για να επισκεφτεί ένας άνθρωπος την Υδρα. Ή αλλιώς το μοναστήρι των γάτων.


Ο Σπύρος Αγγελόπουλος είναι ζωγράφος και το κείμενό του δημοσιεύτηκε στα «Ταξίδια» του «Βήματος» την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου μαζί με τα ανάγλυφα που φιλοτέχνησε εφέτος το καλοκαίρι στην Ύδρα.

8 Σεπ 2011

Ο Αλέκος Κυραρίνης γράφει για τη λαϊκή τέχνη στην Τήνο

Ο τήνιος λαϊκός τεχνίτης ανέκαθεν, κυριότερα όμως τον 18ο και 19ο αιώνα, ανέπτυξε την ειδική εκείνη αρετή της έκφρασης και της καλλιτεχνίας. Είναι άλλο πράγμα η τέχνη και άλλο η καλλιτεχνία. Η τέχνη έχει ως μέγιστο σκοπό την ευγενή λεπτότητα και το κύρος τής μεγαλουργίας, ενώ η καλλιτεχνία την πρακτική και ρέουσα λατρεία της ευγενικής μνήμης. Κατακλυσμένος ο δημιουργός των λαϊκών έργων από τον μύθο και ευαίσθητος προς τη φύση της Τήνου, η οποία θεολογεί σε κάθε της λεπτομέρεια, «μουρμούρισε» με τα φαντάσματα των μεγάλων δημιουργών της αρχαιότητας και τις Αγιότητες της χριστιανικής του παράδοσης.

Μία τηνιακή γιαγιά πριν από χρόνια μου είπε ότι στον «αέρα της Τήνου έχει ερωτόσκονη». Εγώ τώρα θα έλεγα ότι έχει το αυθεντικό και γενναίο υλικό της δημιουργικής μελαγχολίας. Τεχνικές αναλύσεις των έργων τόσων αιώνων νομίζω ωχριούν μπροστά στο απλούστατο συμπέρασμα ότι η δημιουργία σε αυτόν τον τόπο υπήρξε μια συγκυρία μοναδική σε γοητεία και ευρύτητα. Σίγουρα και οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες ευνόησαν (Ενετοκρατία, εμπόριο, κ.ά.) όμως οι βαθύτεροι λόγοι νομίζω ότι είναι εσωτερικότεροι της ιστορικής προφάνειας, έγκεινται στην παράδοση και τη διδαχή μιας λατρείας ιλιγγιώδους προς τη φύση και τον Θεό. Η λαϊκή τέχνη μεταχειρίζεται τα μοτίβο και τη λιτή αίσθηση των μορφών σε λίγες γραμμές μιας πάντα αποκαθηλωτικής ευκρίνειας προς το νόημα του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω μιας παράδοσης της συνειδήσεως των ορίων του ορατού και αόρατου κόσμου.


O Αλέκος Κυραρίνης είναι ζωγράφος