Πανηγύρι χρωμάτων και αισθημάτων
Η Νάξος έχει ενδοχώρα, εσωτερικό κόσμο, ο οποίος μπορεί να κρύψει έναν ολάκερο άλλον κόσμο. Γι αυτό στο Κορφί τ’ Αρωνιού, το μυστήριο συμπλέκεται με τον ορθό λόγο σε έναν φανταστικό χορό. Κι όπου μπλέκουν η φαντασία με την πραγματικότητα, τον πρώτο λόγο έχει ο θρύλος και μετά ο χρωστήρας του ζωγράφου. Ο Απόστολος Χαντζαράς, ζωγράφος με όλο το είναι του, έπιασε το μήνυμα κρυφοκοίταξε την κρύπτη της Νάξου, την πάλλουσα ψυχή των χωρών του Αρχιπελάγους. Ψυχανεμιζόταν ότι κάτι παράξενο συμβαίνει, ότι γινόμαστε κοινωνοί ενός μυστηρίου χωρίς να το συνειδητοποιούμε καλά-καλά. Και σε αυτή τη φάση της ζωγραφικής του είδε καταγεγραμμένο στα χρωμοσώματα του Αιγαίου, τη γιορτή στη χάρη θεών, ηρώων και αγίων και το πανηγύρι, το ξέσπασμα ψυχής των ανθρώπων που μεγαλώνουν με χαρές, καημούς, μεράκια και νοσταλγία, κάτι σαν τη θεϊκή αίσθηση της χαρμολύπης βαπτισμένη στο κιτρόρακο.
Δεν έχει νόημα να σκορπίζεσαι για να εξηγήσεις τα ανεξήγητα, αφού όσο το προσπαθείς, τόσο αυτά περιπλέκονται. Δεν κοιτάζεις τα δρώμενα αμήχανα όπως οι ξένοι επισκέπτες που αναρωτιούνται «τι θέλουν να πουν αυτοί;» Αρπάζεις την άκρη του χορού όπου κι αν βρίσκεσαι, στα πανηγύρια της Παναγίας στο Φιλότι της Νάξου, στην Όλυμπο της Καρπάθου, στην Πέρα Παναγία της Κάσου, στην Πορταΐτισσα στην Αστυπάλαια, στην Παναγία του Χάρου στους Λειψούς, και την άκρη της ιστορίας…
Μόλις γεννήθηκε, εδώ λένε, ο Διόνυσος, άρχισαν να χορεύουν ξέφρενα όλα του νησιού τα ξωτικά. Αν όντως είναι έτσι, και γιατί να μην είναι, τότε η Νάξος είναι η πατρίδα του γλεντιού και του πανηγυριού. Είναι λοιπόν ευχής έργο που ο Απόστολος Χαντζαράς δείχνει πρώτα εδώ τα πανηγύρια και τα πανηγυράκια του. Γιατί όλα εκείνα τα ξωτικά, οι σάτυροι, οι κένταυροι, οι βουκόλοι, οι αυλητές, οι μούσες, οι νύμφες, οι νεράιδες – ο ίδιος ο συνοδός του Διονύσου, ο τραγοπόδαρος Πάνας – συνεχίζουν να χορεύουν αντικριστά μέσα στη νοσταλγία για τα χρόνια της αθωότητας. Κι ο ζωγράφος καταγράφει το χορό τους με έντονα χρώματα, ευθέως ανάλογα με την ένταση των συναισθημάτων που διαχέουν τα βουβά, μάλλον, ξωτικά. Ούτως ή άλλως αυτό είναι το πανηγύρι. Μια συλλογική βουή, ένα ατομικό ξέσπασμα ψυχής, έκρηξη χρωμάτων και αισθημάτων, με νόημα. ..
Παίρνουμε λοιπόν το σφαχτό στους ώμους και τη λύρα ή το βιολί στο χέρι και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε για την αυλή της εκκλησιάς. Το τομάρι του σφαχτού της θυσίας, θα το κάνουμε μετά τσαμπούνα. Κάπως έτσι αρχίζει η ιεροτελεστία του πανηγυριού, μια μοντέρνα θυσία, μια τελετή μύησης στα μυστήρια της κοινότητας. Καλώς βρεθήκαμε στον ζωτικό χώρο μας, «να σ΄έβρω». Πάει να πει πίνω εγώ τώρα αλλά είσαι υποχρεωμένος να πιεις κι εσύ μετά. Και σηκώνουμε το ποτήρι μας, παλιότερα το κοινό γυάλινο ποτήρι μας που πηγαινοερχόταν στα χείλη, για το χατίρι της παρέας, γιατί ανήκουμε, είμαστε μια ομάδα που τώρα όλοι πίνουμε, όλοι συμμετέχουμε: «άδειασέ μας το ποτήρι και δεν κάνουμε χατίρι» τραγουδούν στην Κάρπαθο, εκεί που αυτή η δήλωση συμμετοχής στα κοινά παίρνει έναν μοναδικά τελετουργικό χαρακτήρα. Η λύρα, η τσαμπούνα και το χειροκρότημα της παρέας παίζουν την «κούπα την μονεμβασιά», και οι προεξάρχοντες του γλεντιού, οι μερακλήδες, προτρέπουν έναν-έναν ονομαστικά να ανεβάσει την κούπα στα επουράνια, για ζωή, να την κατεβάσει στα καταχθόνια, για θάνατο, και στο τέλος να την αδειάσει για να βρει η κορφή τον πάτο…
Μ’ αυτά και μ’ αυτά σηκώνονται οι χορευτές από τον πάγκο τους και μπαίνουν στη μέση της ομήγυρης, σαν φιγούρες που μόλις αποκολλήθηκαν από τις καμπύλες ενός αρχαίου, μελανόμορφου ή ερυθρόμορφου αμφορέα. Όπως ακριβώς οι χορευτές σηκώνουν τα χέρια κινούμενοι σε έναν πανάρχαιο πυρρίχιο, έτσι πελεκούν και το μάρμαρο για να φτιάξουν προς τιμή του θεού της μουσικής Απόλλωνα, γιγάντιους κούρους ξαπλωμένους ανάμεσα στα ξερά χορτάρια ή την λεπτή Αφροδίτη της Μήλου. Ζουν δηλαδή ανάμεσα σε σύμβολα και ψηφία των μινωικών γραφών, παρόμοια με αυτά που οι ίδιοι χαράζουν με ασβέστη πάνω στο τσιμέντο ή στον βράχο, όταν έχουν γιορτές και πανηγύρια.
Το χάραγμα, από τις ζωγραφιές στους τοίχους των σπηλαίων μέχρι τις πλάκες με τα βραχογραφήματα που έχουν βρεθεί και στη Νάξο, είναι μια αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου. Έτσι, τα έργα του Απόστολου Χαντζαρά αρχίζουν από την «άγρια» χαρακτική και πηγαίνουν σε μια επίσης αρχέγονη έκφραση, τον χορό. Οι φιγούρες του χορεύουν και πάνε, αλλά που πάνε; Όταν κρατάς στα υψωμένα χέρια σου την άκρη του νήματος, εύκολα μπορείς να τυλίγεις και να ξετυλίγεις το κουβάρι του χρόνου χωρίς να χαθείς. Αρκεί, όπως ο τραγουδοποιός λέγει, να μας έχει ο Θεός , πάντα γερούς, εμάς και τον δεσμό μας, γι να ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε…
Νικόλας Γ. Μαστροπαύλος
Πολιτισμολόγος
Το κείμενο δημοσιεύεται στον κατάλογο της έκθεσης του Απόστολου Χαντζαρά, η οποία θα εγκαινιαστεί στις 11 Αυγούστου στην Fish & Olive gallery στο Χαλκί της Νάξου.