14 Σεπ 2009

Η επιστροφή του Θεόδωρου Παπαγιάννη στο Ελληνικό



Οι Ηπειρώτες φεύγουν από τον τόπο τους για να επιστρέψουν ξανά σε αυτόν και μάλιστα φέρνοντας ακριβά δώρα. Αυτός είναι ο κανόνας και ο διακεκριμένος γλύπτης, καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, Θεόδωρος Παπαγιάννης, είναι πολύ αντιπροσωπευτικός Ηπειρώτης. Έφυγε από το Ελληνικό των Κατσανοχωρίων και αφού περιπλανήθηκε στον λαβύρινθο της τέχνης, πέτυχε τους στόχους του, και τώρα επιστρέφει στην σκιά του επιβλητικού Τζουμέρκου, φέρνοντας ως δώρο στους συγχωριανούς του, τα γλυπτά του, όλα αυτά που κατάφερε να αρπάξει από το κέντρο και τις γωνιές του λαβύρινθου. Το μουσείο που θα τα στεγάσει, θα το εγκαινιάσει την ερχόμενη Δευτέρα, 7 Σεπτεμβρίου, ένας άλλος αντιπροσωπευτικός Ηπειρώτης, ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας.

Ουσιαστικά, η Ήπειρος δεν έφυγε ποτέ μέσα από το είναι του Θεόδωρου Παπαγιάννη. Τέτοιοι δύσκολοι γενέθλιοι τόποι, είναι πάντα γενναιόδωροι. Λες και θέλουν να αντισταθμίσουν τους πόρους ζωής που δεν έχουν με την πληθώρα των ισχυρών συναισθημάτων που εφοδιάζουν τα παιδιά τους για το ταξίδι της περιπλάνησης και της επιστροφής. Κι εκείνα μιλούν πάντα με τρυφερότητα για τον τόπο τους, για την ιστορία του, για τον πολιτισμό του. Γι αυτό, τούτο το μουσείο μπορεί να είναι μοναδικό. Ο ίδιος ο δημιουργός του, γράφει: «Είναι μοναδικό, γιατί μιλάει για το ψωμί, για τον ευεργέτη, τον ξενιτεμένο, τον πνευματικό άνθρωπο, τον Ηπειρώτη μάστορα, το βοσκό, τον γεωργό, την πολύπαθη Ηπειρώτισσα μάνα και τέλος για τη μάθηση».

Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπάρκη-Πλάκα, γράφει: «Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης κατάγεται από την Ήπειρο, από μια περιοχή που με την τραχιά της διαμόρφωση, τους γλυπτικούς ορεινούς της όγκους και την πέτρινη αρχιτεκτονική της, αφυπνίζει την ενδιάθετη καλλιτεχνική ροπή και υπαγορεύει την αυστηρότητα και το σεβασμό στη χρήση των υλικών». Ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου, συμπληρώνει την ανάλυση της αρχικής ουσίας του γλύπτη: «Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης είναι αναμφίβολα μία από τις σημαντικές και χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες της νεοελληνικής γλυπτικής. Πρόκειται για ένα γεννημένο γλύπτη, που κατορθώνει να μετατρέπει τα οράματά του, όπως και τα βιώματα και τις συναντήσεις του, με τον κόσμο και τη ζωή, σε μορφές πρόσωπα με καθολικής προεκτάσεις».

Στο έργο του Θεόδωρου Παπαγιάννη, τα απλά, καθημερινά, οικεία πράγματα, παίζουν εξαιρετικό ρόλο. Το ψωμί – το οποίο έχουν αναλάβει εργολαβικά να μας το ετοιμάζουν φουρνάρηδες από την Ήπειρο, ίσως γιατί τόσο δύσκολα το έβγαζαν στον τόπο τους –, ο Βολόσουρας με τον οποίο ήδη από την εποχή του Ομήρου αλώνιζαν το σιτάρι, το σκιάχτρο που έδιωχνε τα πουλιά που επιβουλεύονταν το σιτάρι, η γάστρα για το φαγητό, το βαρίδι που χρησιμοποιούσαν οι Ηπειρώτες μαστόροι της πέτρας, η πλάκα και το κοντύλι, το σάλι της μητέρας μέσα στο οποίο είχε τυλιγμένη τη νέα ζωή, το μωρό της. Όλα αυτά δεν κέντρισαν την ευαισθησία του δημιουργού μόνο, αλλά σαν ρεύμα βουνίσιου αέρα ανοίγουν τις πόρτες του έργου του για να μπουν και οι θεατές μέσα σε αυτό. Σκόπιμα ο γλύπτης έχει προνοήσει θέση γι αυτούς. Έτσι λειτουργεί το έργο του, έτσι φιλοδοξεί να προκόψει και το μουσείο. «Μπορεί το πείραμα να κρύβει και απογοήτευση» λέει. «Ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης σε ένα χωριό, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα. Αν λειτουργήσει θα είναι γιατί αγγίζει τις κοινές εμπειρίες, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να το δουν ως δική τους υπόθεση. Εγώ δίνω αφορμές στον θεατή να πιαστεί, αναγνωρίσιμα υλικά, από αυτά που έγιναν από τα χέρια τους. Τα θεωρώ ιερά πράγματα και σαν τέτοια ήθελα να πέσουν μέσα στο χώρο και να τον καθαγιάσουν».

Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης δεν έζησε μόνο με τρυφερές μνήμες, αλλά και με φαντάσματα. Σε μια από τις αίθουσες του σχολείου στις οποίες στεγάζεται το μουσείο, στέκονται τέσσερις μεγάλες ανθρώπινες φιγούρες. «Φιγούρες φαντάσματα» όπως τις χαρακτηρίζει ο ίδιος, «κάτι σαν τις ψυχές των ευεργετών, ξωτικές, απόμακρες, εξαϋλωμένες, στολισμένες με φορεσιές παράξενες, με κάπες ριχτές, που δηλώνουν πλούτη, καταξίωση, προκοπή». Τα υλικά αυτών των γλυπτών είναι αποκαΐδια του ιστορικού κτιρίου του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, καμένα δοκάρια, μαυρισμένα καρφιά και άλλα φτωχά υλικά. Ανάμεσά τους ένα καντήλι που συμβολικά καίει μπροστά στις ψυχές τους. «Για τις ψυχές αυτών των καταπληκτικών ανθρώπων που στραβογέρασαν στην ξενιτιά, αλλά δεν ξέχασαν τον τόπο τους» και ζούσαν με τον πόθο και την νοσταλγία του, αλλά και διάθεση προσφοράς. Όπως ο κάθε Ηπειρώτης. Γιατί άραγε; Ο γλύπτης επιχειρεί να απαντήσει: «Ίσως γιατί ο τόπος μας είναι στερημένος πολιτιστικά. Ίσως γιατί έχουμε επίγνωση των δυσκολιών και των κακουχιών που ζουν όσοι δεν έφυγαν. Ίσως γιατί έχουμε πολύ ζωντανό το παράδειγμα των ευεργετών»...
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα», στις 5 Σεπτεμβρίου 2009