1 Οκτ 2009

Έλληνες εχάραξαν


Χαρακτική, η τζαζ των εικαστικών τεχνών

Η χαρακτική είναι για τις εικαστικές τέχνες ότι η τζαζ για τη μουσική. Ψυχή της τζαζ είναι ο αυτοσχεδιασμός. Με άλλα λόγια, το απρόβλεπτο ακόμη και για τον ίδιο τον δημιουργό. Αυτό το αισθάνονται και το αποζητούν περισσότερο από όλους οι ζωγράφοι που επιμένουν να εκφράζονται με τη χαρακτική. Τους συναρπάζει είναι η έκπληξη που αποκαλύπτει αργά το τυπωμένο χαρτί, τη στιγμή που ανασηκώνεται από την μελανωμένη και χαραγμένη με εργαλεία ή οξέα μήτρα του όρθιου ή πλάγιου ξύλου, του λινόλεουμ, των μετάλλων, της πέτρας, του πλαστικού και διάφορων άλλων υλικών, εσχάτως και τον σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Πολλοί ζωγράφοι απάτησαν συχνά τη ζωγραφική, για τα μάτια της χαρακτικής, όπως και πολλοί χαράκτες επέστρεφαν συχνά στη σιγουριά της ζωγραφικής για να ξαποστάσουν από τη δημιουργική εγρήγορση της χαρακτικής. Μεταξύ των ζωγράφων που εχάραξαν, ο Σπύρος Βασιλείου, έγραφε στο περιοδικό «Ζυγός», υπό τον τίτλο «Έλληνες εχάραξαν»: «Η ελληνική λέξη ξυλογραφία που έχει περάσει αυτούσια σε δυτικές και ανατολικές γλώσσες είχε και έχει πάντα ένα γοητευτικό ήχο και ένα ουσιαστικό νόημα στον ελληνικό λόγο».

Στις αρχές του 20ου αιώνα, υπό την επίρροια των νεωτερικών ρευμάτων, η χαρακτική που μέχρι τότε ήταν ταγμένη να υπηρετεί το πρακτικά ωραίο – την εικονογράφηση βιβλίων ή την εκτύπωση θρησκευτικών ενθυμημάτων – άρχισε να μεταμορφώνεται σε αυτόνομη εικαστική έκφραση. Ο δεξιοτέχνης χαράκτης, παραχωρεί τη θέση του στον ευαίσθητο και διορατικό καλλιτέχνη, ο οποίος όμως θα πρέπει να είναι μάστορας. Η νέα εικαστική έκφραση έχει κοινή αφετηρία με τις άλλες – την έμπνευση του δημιουργού, τη σύνθεση και το σχέδιο – αλλά στη δημιουργική πορεία διαφοροποιείται από τις άλλες καθώς το έργο μεταλλάσσεται σημαντικά κατά τη διαδικασία δημιουργίας της μήτρας, τα υλικά (πιεστήριο, χαρτιά, μελάνια, όρθιο ή πλάγιο ξύλο) και η μέθοδος χάραξης (ξυλογραφία, λινόλεουμ, χαλκογραφία, λιθογραφία, μονοτυπία, χάραγμα σε πέτρα, σίδερο και πλαστικό, χειροποίητη μεταξοτυπία, μικτές τεχνικές) σφραγίζουν τη δημιουργία, την τελική μορφή της οποίας καθορίζει η διαδικασία της εκτύπωσης. Αυτή η δυνατότητα δημιουργίας αντιτύπων έκανε τη χαρακτική λαϊκή και πιότερο προσιτή τέχνη.

Όμως, η χαρακτική από χαρακτήρα, επηρεάζεται σημαντικά από τις τεχνολογικές εξελίξεις και είναι επιρρεπής στους πειραματισμούς. Αυτό, με την επέλαση των νέων υλικών και την εμφάνιση των καινούργιων μεθόδων χάραξης – μεταφορικά πλέον και όχι κυριολεκτικά – και εκτύπωσης, τροφοδοτεί ζωηρές συζητήσεις περί την αυθεντικότητα του χαρακτικού. Με απόλυτη σιγουριά μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι το πιο αυθεντικό χαρακτικό είναι εκείνο που ο καλλιτέχνης βρίσκεται μέσα σε όλες τις φάσεις της παραγωγής του, από το σχέδιο μέχρι την εκτύπωση. Και αυτό συμβαίνει στον μέγιστο δυνατό βαθμό στις παραδοσιακές, χειροποίητες μεθόδους, την ξυλογραφία, το λινόλεουμ, τη χαλκογραφία – σε πολύ μεγάλο βαθμό στη μονοτυπία, τη λιθογραφία και τη μεταξοτυπία και σε μικρότερο βαθμό στις ψηφιακές εκτυπώσεις και κάποιες μικτές τεχνικές.

Ένας από τους σπουδαίους χαράκτες μας, ο Γεώργιος Μόσχος, έκλεινε μια σειρά άρθρων του για τους τρόπους της χαρακτικής: «Ας δικαιώσουμε το Στέφαν Τσβάιχ, τον υπέροχο άνθρωπο, που είπε: : ”Κάθε αληθινή αισθητική απόλαυση δεν είναι μια παθητική αποδοχή, αλλά εσωτερική συνεργασία με το έργο”».


Κείμενο από την πρόσκληση της έκθεσης «Έλληνες εχάραξαν», η οποία θα πραγματοποιηθεί από 8 έως 20 Οκτωβρίου 2009 στην Γκαλερί της Έρσης (Κλεομένους 4 Κολωνάκι).

Το ηπειρώτικο τραγούδι του Βασίλη Σταύρου



Η ηχώ της Ηπείρου μοιάζει με το πολυφωνικό κλαρίνο του Tάσου Χαλκιά και τα χρώματά της με την γήινη ζωγραφική του Βασίλη Σταύρου. Και τα δυο είναι τραγούδια ηπειρώτικα, τραγούδια που δεν σε παρακινούν να κάνεις όρεξη, αλλά να βυθιστείς όλο και πιο βαθιά στις σκέψεις και στο συναίσθημα. Όχι, σίγουρα δεν είναι λύπη αυτό που αισθάνεσαι όταν ακούς ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, είναι συγκίνηση. Η συγκίνηση έχει μέσα της την κίνηση και η κίνηση την αλλαγή, το καινούργιο. Οι Ηπειρώτες το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό, αφού εδώ και αιώνες υπακούουν σε φυγόκεντρες δυνάμεις που τους απωθούν από το γενέθλιο τόπο. Γι αυτό και τα τραγούδια τους είναι θλιμμένα, κι αυτών που φεύγουν κι αυτών που μένουν. Τα χρώματα της γης και της αστραπής, του βλέμματος των μοναχικών ζώων και του πεσμένου φράχτη, της ξεχασμένης σκάλας και των δένδρων με τα κίτρινα φύλλα γύρω από το Αθαμάνιο, είναι σαν ηπειρώτικο μοιρολόι. Όταν όμως αυτοί που φεύγουν καταφέρουν να ξορκίσουν το στοιχειό του φευγιού και να αισθανθούν δυνατότερη την κεντρομόλο δύναμη που τους έλκει προς τον γενέθλιο τόπο, τότε ένα λευκό φως κατεβαίνει από τις κορφές του Τζουμέρκου και πλημμυρίζει το χάος των τραγουδιών τους. Όχι, δεν βάζει τάξη στις σκέψεις τους, ούτε τις στοιχίζει σε μια χαρούμενη σειρά. Είναι σαν να αφαιρεί βάρος από τη σκέψη και το συναίσθημα, την αγωνία του αγνώστου, και τα αφήνει ελεύθερα να ταξιδέψουν. Βλέπετε τώρα το ταξίδι δεν είναι φόβος, αφού δεν είναι προς άγνωστους και ξένους τόπους, αλλά προς τη γνωστή εστία...


Κείμενο από τη μονογραφία του Βασίλη Σταύρου, η οποία κυκλοφόρησε με την ευκαιρία της έκθεσης «Αναδρομή 1968-2009» που θα πραγματοποιηθεί από τις 12 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου στα Ιωάννινα, σε αίθουσα της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας.