Στο ατελιέ του πρώην πρύτανη της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών συνυπάρχουν τα πορτρέτα του Βαν Γκογκ με εκείνα των απλών ανθρώπων που πίνουν ούζο στο Πετρί της Λέσβου. Τα μπλοκάκια του είναι γεμάτα «ανθρώπινα τοπία» και οι τοίχοι από πραγματικά τοπία, «πορτρέτα» της κορυφογραμμής του βουνού απέναντι από το σπίτι του πάνω από την Εφταλούτο νέο «παιχνίδι» του. Ανάμεσά τους τα «αρπάγματα» του καλοκαιριού: μικρά σχόλια πάνω στην άμμο, σε αυτήν ακριβώς την παραλία, την Εφταλού. Αυτά τα «αρπάγματα», όπως ο Χρόνης Μπότσογλου θεωρεί τις ακουαρέλες, «Του Γιαλού» όπως τα έχει ονομάσει, θα εκτίθενται από αύριο ως τις 26 Αυγούστου. στον Πόρο, στην αίθουσα τέχνης «Citrrone».
«Το καλοκαίρι είναι η εποχή που αγαπώ, γιατί όλα είναι πιο ανοιχτά, πιο χύμα, θέλω να πω το μέσα επικοινωνεί περισσότερο με το έξω» είχε γράψει ο ίδιος στον κατάλογο παλαιότερης έκθεσης, επίσης με πορτρέτα, φιλοτεχνημένα επίσης καλοκαίρι, με φιλοπαίγμονα διάθεση, στη Λέσβο. Θα ήθελε με όλα τα μέσα της τέχνης του να «αρπάζει κομμάτια, στιγμές» από τη ζωή και το τοπίο. Τα λάδια όμως απαιτούν πολύπλοκες διαδικασίες. «Μόνο με την ακουαρέλα μπορείς να αποτυπώσεις άμεσα αυτό που μπόρεσες να κερδίσεις» λέει. Κάθεται λοιπόν στην άμμο και ζωγραφίζει τα ειδυλλιακά συστατικά του καλοκαιριού, την πεταλίδα, το κοχύλι, το βότσαλο, το θαλασσόξυλο, αλλά και τα ενοχλητικά, όπως είναι η γόπα ενός τσιγάρου. Ετσι χτίζει στην άμμο μια στέρεη επικοινωνία με τους θεατές τους. Ολα αυτά τα στοιχεία της φύσης και της ανθρώπινης παρουσίας δεν εμφανίζονται στο χαρτί έτσι ακριβώς όπως είναι. Δεν θα είχε νόημα κάτι τέτοιο. Θέλουν να πουν κάτι άλλο. Και χρειάζεται ένας ειδικός απεσταλμένος για να δημιουργήσει μια γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των πραγμάτων και των θεατών. Εν προκειμένω ο διαμεσολαβητής είναι ο ζωγράφος, καθισμένος στην άμμο, να δημιουργεί «Τέσσερις πεταλίδες διαφορετικού χαρακτήρα», «Ο Σαμουράι και ο δράκος», «Χρονόμετρο», «Ωσμωση κίτρινη»... Αυτό είναι το «πιστεύω» του Χρόνη Μπότσογλου: «Η τέχνη δεν έχει να κάνει με τη φύση, αλλά με την αίσθηση και την καταγραφή της αίσθησης, με τη νόηση και την καταγραφή της νόησης. Ολα αυτά που κάνουμε είναι μεταφορές του κόσμου, δεν είναι ο κόσμος». Οπως όμως για τα πράγματα που δεν γνωρίζουμε δεν έχουμε λέξεις για να τα περιγράψουμε, έτσι και τα πράγματα της τέχνης πρέπει να μεταφερθούν σε γνωστή περιοχή για να λειτουργήσουν- έργο που αναλαμβάνει ο μεσολαβητής-καλλιτέχνης. Τα πράγματα της θάλασσας που γίνονται κατά κάποιον τρόπο γλυπτά- ορισμένα από αυτά επίσης εκτίθενται στον Πόρο- δεν κυριολεκτούν. Τα συστατικά τους, τα βότσαλα, η άμμος, τα ξύλα, η αχιβάδα, δεν λένε αυτό που είναι, αλλά με τον πρωτότυπο συνδυασμό τους διηγούνται μιαν άλλη ιστορία, πιο εσωτερική. Γίνονται τοτέμ. Είναι ένα παιχνίδι που αρέσει πολύ στον ζωγράφο. Και μέσα από αυτό βρίσκει πάντα τις λύσεις στις ασκήσεις που θέτει στον εαυτό του.
Προτού ακόμη τελειώσει ένα παιχνίδι, ο Χρόνης Μπότσογλου ξεκινά ένα άλλο. Τώρα ανηφόρισε από την παραλία της Εφταλούς στο Πετρί, κάθησε στην αυλή του σπιτιού του και βάλθηκε να σπουδάζει την κορυφογραμμή απέναντι. Το πώς μεταμορφώνεται με τον χρόνο και τον καιρό. Ανθρωπος της πόλης, ο ζωγράφος ήλθε αργά σε επαφή με το τοπίο. Και ακόμη δεν το έχει αποκρυπτογραφήσει. «Πάντοτε χανόμουνα στο τοπίο» λέει ο ίδιος «και πάντα έχω στόχο να φτιάξω μια ζωγραφιά, ένα- δύο καλά τοπία, από αυτά που τα βλέπεις και τρελαίνεσαι. Αν το πετύχω, αν μπορέσω να βρω τη ματιά μου πάνω σ΄ αυτά, τότε θα κάνω τα τοπία δικά μου και θα συμφιλιωθώ μαζί τους».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα», στις 24 Ιουλίου 2009